Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό,
όταν τον ρωτούσαν "γιατί κρατάς φανό, ημέρα ;"
αυτός απαντούσε "ψάχνω να βρώ τίμιους ανθρώπους"
O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
όταν τον ρωτούσαν "γιατί κρατάς φανό, ημέρα ;"
αυτός απαντούσε "ψάχνω να βρώ τίμιους ανθρώπους"
O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους.
******************
Ο Μέγας Αλέξανδρος συναντά τον Διογένη
O Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατέληξε στα δουλοπάζαρα στην Κόρινθο.
Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει.
Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέγει...
.
“Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;”
Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά “Ανθρώπων Άρχων”. - “Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές”.
Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε “άρχων ανθρώπων” άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης.
Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Ο Μέγας Αλέξανδρος είχε ένα εκπαιδευτή, τον Λεωνίδα, που ήταν μυημένος στην κυνική φιλοσοφία.
Γνώστης της κυνικής φιλοσοφίας ο Αλέξανδρος γνώριζε για τον Διογένη τον Κύνα, για τα διδάγματά του, το ύφος και το πνεύμα του.
Όταν ο Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε έναν υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο, και να του τον παρουσιάσει.
Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε...
“Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει”.
Ο Διογένης απάντησε...
“Εγώ δεν θέλω να τον δώ. Εάν θέλει αυτός εάς έρθει να με δει”. Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη.
Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέγει...
“Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος”.
Ο Διογένης υπο το φώς του ήλιου και ατάραχος απαντά “Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων”.
Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει...
“Δεν με φοβάσαι;”
Ο Διογένης απαντάει...
“Και τί είσαι; Καλό ή κακό;”.
Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος.
Ο Διογένης ρωτάει...
Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πεί ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό;
Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου
“Τί χάρη θές να σου κάνω;”
Και ο Διογένης ξανά απαντά...
“Αποσκότησων με”. “Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο”
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο..
”Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης”.
Ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Διογένης είχαν μια μακρά συζήτηση με μεγάλη σημασία που σώθηκε από τον Δίονα τον Πλουσαραίο.
Σε αυτή, ο Διογένης εξηγεί στον Αλέξανδρο πότε ένας Βασιλέας είναι ωφέλιμος.
Ο Διογένης αποδίδει την ωφελιμότητα ενός βασιλειά στο “Εάν είναι ωφέλιμος στο λαό”.
Για να δώσει ένταση σε αυτόν τον ισχυρισμό του λέει...
“Εάν κατακτήσεις όλη την Ευρώπη και δεν ωφελέσεις τον λαό, τότε δεν είσαι ωφέλιμος.
Εαν κατακτήσεις όλη την Αφρική και την Ασία και δεν ωφελέσεις το λαό, πάλιν δεν είσαι ωφέλιμος.
Ακόμα και εάν περάσεις τις στήλες του Ηρακλέους και διανύσεις όλο τον ωκεανό και κατακτήσεις αυτή την ήπειρο που είναι μεγαλυτέρα της Ασίας και δεν ωφελέσεις τον λαό, πάλι δεν είσαι ωφέλιμος γιατί δεν ωφελείς το σύνολο”.
************************
Σβηστεί Λυχνία πάσα Γυνή ομοία !!!
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε “ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν”, δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Να σημειωθεί πως δέκα χιλιάδες δραχμές ισοδυναμούσαν με δώδεκα κιλά αργύρου, δηλαδή κάπου 680.000 σημερινές δραχμές ή 2000 ευρά. Τεράστιο δηλαδή ποσό.
Η Λαϊς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζύ της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαϊς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαϊς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας “λύχνου σβεσθέντος, πάσα γυνή Λαϊς”.
Ύστερα όμως από αυτό το επεισόδιο η Λαϊς, μετανοημένη, δέχτηκε και πάλι τον Διογένη, αυτή τη φορά η ίδια αυτοπροσώπως και χωρίς καμιά αμοιβή. Όταν ο διαχειριστής του Αρίστιππου το έμαθε, παραπονέθηκε στο αφεντικό του ότι ενώ αυτός ξόδευε πολλά λεφτά για τη Λαϊδα, ο Διογένης απολάμβανε δωρεάν την εύνοιά της. Τότε ο Αρίστιππος του είπε
“Την πληρώνω για να ευχαριστεί εμένα, όχι για να μην ευχαριστεί τους άλλους”.
Λοιπόν το θέμα της ιστορίας της ερωτικής νύχτας του Διογένη με την κακάσκημη υπηρέτρια της Λαϊδας, το έχει κι αυτό συμπεριλάβει ο αθεόφοβος ο Βοκκάκιος στο Δεκαήμερό του, στο διήγημα “το πάθημα του Επισκόπου”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου