Τα παραπάνω λόγια δεν είναι μόνο ένα απόσπασμα από τη "Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του Ρήγα Φεραίου. Είναι απόφαση σκλάβου κόντρα στη σκλαβιά, στάση εξύψωσης του ανθρώπου, παρακαταθήκη της ίδιας της ιστορίας σε όλους εμάς, τους επόμενους.
Όταν, όμως, ο Ρήγας Φεραίος, το 1797, γράφει τη "Χάρτα των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων", μιλάει για τον ελεύθερο άνθρωπο και γίνεται ουσιαστικά ο πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης. Γι' αυτή του την "ιδιότητα", το 1798 φυλακίζεται και δολοφονείται.
Ποιος ήταν, όμως, εκείνος ο σπουδαίος οραματιστής και διαφωτιστής; Πώς οδηγήθηκε στο θάνατο εκείνος που έκανε σημαία ελληνική το "Κάλλιο 'ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,/ παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!";
Ο Ρήγας Φεραίος γεννήθηκε το 1757 στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας. Λένε, μάλιστα, πως πολύ νέος έπνιξε έναν Τούρκο γιατί τον προσέβαλε. Ξενιτεύεται από την Ελλάδα το 1774,χρονιά που υπογράφεται η Ρωσοτουρκική Συνθήκη Ειρήνης. Τότε ξεριζώθηκαν χιλιάδες Ελληνες. Μόνο στην Αυστροουγγαρία μετανάστευσαν 80.000 άνθρωποι.
Ο Ρήγας Φεραίος βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη.Το 1786 πηγαίνει στη Βλαχία,όπου θα γίνει ο κήρυκας της επανάστασης. Μιας επανάστασης με πλατύ απελευθερωτικό χαρακτήρα που αφορούσε σε όλους του λαούς των Βαλκανίων. Ενα χρόνο αργότερα ξεσπάει ο πόλεμος των τριών Αυτοκρατοριών. Η Ρωσία και η Αυστρία αντιμέτωπες με την Τουρκία. Πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Ρήγας ήταν γραμματικός του Βαρόνου Λάνγκενφελντ. Μαζί με τον βαρόνο θα μείνει επτά μήνες στη Βιέννη, όπου γνωρίζεται με τα πιο ζωντανά στοιχεία της ελληνικής παροικίας και εκδίδει το "Φυσικής απάνθισμα", βιβλίο στο οποίο γράφει την περίφημη ρήση "όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά".
Αλλά ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης φτάνει δυνατός τους υπόδουλους λαούς. Και ο Ρήγας από διαφωτιστής γίνεται επαναστάτης.Η ώρα της δράσης έχει φτάσει και τα εθνεγερτικά του όνειρα ξεσπούν. Ονειρα, που τον Αύγουστο του 1796 τα καταγράφει σε χάρτες και χειρόγραφα και τα παίρνει μαζί του στην Βιέννη. Ο πρόξενος Μαρκέλιους ειδοποιεί το υπουργείο Εξωτερικών της Αυστρίας λέγοντας: "στις αρχές της εβδομάδας ένας γραμματικός, Ρήγας, πρόσωπο ύποπτο, ξεκίνησε από 'δω για την Βιέννη, όπου σκοπεύει να τυπώσει ελληνικό γεωγραφικό χάρτη".Στην πρωτεύουσα της Αυστρίας θα γράψει τον "Θούριο",μια επαναστατική προκήρυξη γραμμένη σε στίχους. Ο Γιάννης Κορδάτος χαρακτηρίζει τον "Θούριο" ως "παμβαλκανικό εγερτήριο".
Ηταν καιρός, όμως, να γυρίσει στην Ελλάδα.
Χάρτες, επαναστατικές προκηρύξεις και χειρόγραφα, τα βάζει όλα σε κάσες για να τα στείλει στον εμπορικό αντιπρόσωπο στην Τεργέστη,Αντώνη Νιώτη,μέσω του αντιπροσώπου Αργέντη,διευκρινίζοντας όμως ότι τελικός παραλήπτης θα ήταν ο έμπορος και λόγιος Αντώνιος Κορωνιός.
Εχει αρχίσει να παίζεται η τελευταία πράξη της ζωής του Ρήγα Φεραίου. Εκανε το μοιραίο λάθος να στείλει γράμμα στον Κορωνιό και στην πραγματικότητα να στείλει στο θάνατο τον εαυτό του και εφτά συντρόφους του. Ο Κορωνιός έλειπε και ο συνέταιρός του, Δημήτρης Οικονόμου,μιλάει στην αστυνομία της Τεργέστης για ένα "παράξενο" εμπόρευμα.
19 Δεκέμβρη 1797. Ο Ρήγας συλλαμβάνεται μόλις φθάνει στην Τεργέστη. Προφταίνουν, μαζί με τον Περαιβό να πετάξουν καταλόγους με ονόματα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Αρχίζουν οι ανακρίσεις. "Ποιους έχεις συνεργάτες;",τον ρωτάνε. "Ολο το ΕΘνος" τους απαντάει.
Για αυτό το Εθνος, σύμφωνα με τα σχέδιά του, ετοιμαζόταν να πάει στη Μάνη και να ελευθερώσει το Μοριά. Επειτα να περάσει στη Στερεά Ελλάδα, να σμίξει με τους Σουλιώτες και να ξεσηκώσει Επανάσταση σε Ηπειρο, Ρούμελη, Μακεδονία και Αλβανία.
Στις 14/2/1798 οδηγείται στη φυλακή της Βιέννης,ενώ είχαν ήδη συλληφθεί οι πιο στενοί συνεργάτες του. Τους κρατούμενους τους χώρισαν σε δύο ομάδες: σε εκείνους με αυστριακή καταγωγή, οι οποίοι θα εξορίζονταν και στους ραγιάδες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τους οποίους θα παρέδιδαν τους Τούρκους.
Ο Ρήγας και εφτά σύντροφοί του ανήκαν στη δεύτερη ομάδα και παραδόθηκαν στον Τούρκο καϊμακτσή του Βελιγραδίου.Οι νέοι δήμιοι τους οδήγησαν στα μπουντρούμια του Κάστρου της Neboisa,στη συμβολή Δούναβη και Σάβα.
πύργος Neboisa Βελιγράδι που θα γίνει μουσείο
Νύχτα 24ης Ιούνη 1798.Οι δήμιοι εισβάλουν στο Κάστρο. Στραγγαλίζουν τον Ρήγα και τους άλλους και τους πετάνε στον Δούναβη. Νόμισαν ότι μαζί με τους επαναστάτες πέταξαν και την επανάσταση.
- Ενώ τέλος για τον ίδιο τον Ρήγα,
ο θρυλικός Γέρος του Μωριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ,
είχε πει:
«Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο.»
ΘΟΥΡΙΟΣ
ἤτοι ὁρμητικὸς πατριωτικὸς ὕμνος πρῶτος, εἰς τὸν ἦχον
ΜΙΑ ΠΡΟΣΤΑΓΗ ΜΕΓΑΛΗ
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ ῾Ρωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ ῾Ρωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, / κάμνουν τὸν ὅρκον.
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, / κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.
Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.
Τέλος τοῦ ὅρκου
Σ᾿ ἀνατολὴ καὶ δύσι, καὶ νότον καὶ βοριά,
γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθ᾿ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῇ,
στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ ῾Ρωμιοί,
Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴν ξενητιὰ
στὸν τόπον του καθ᾿ ἕνας, ἂς ἔλθῃ τώρα πλιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν
ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Ἡ ῾Ρούμελη τοὺς κράζει, μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοιχταῖς,
τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαῖς.
Ὡς πότ᾿ ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς;
ἔλα νὰ γένῃς στῦλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα, κᾀνένας νὰ χαθῇ
ἢ νὰ κρεμάσῃ φοῦντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ᾿ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι, ἂς χαθοῦν.
Σουλιώταις καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστὰ
ὡς πότε σταῖς σπηλιαῖς σας, κοιμᾶστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυρ᾿ ἀητοί,
κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γεννῆτε μιὰ ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μιά,
καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
μὲ τ᾿ ἄρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ,
Τὸ αἷμα σας ἂς βράσῃ, μὲ δίκαιον θυμόν,
μικροὶ μεγάλ᾿ ὁμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴν καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς καὶ σεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν,
σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης καὶ τῆς Νύδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
καιρὸς εἶν᾿ τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀκοῦστε τὴν λαλιά.
Κι᾿ ὅσ᾿ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
οἱ νόμοι σᾶς προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά.
Μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννῆτ᾿ ἕνα κορμί,
κατὰ τῆς τυραννίας, ῥιχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σᾶς πονεῖ,
ζητᾷ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός;
τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴν ψηφᾷς,
μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾷς.
Συλήστρα καὶ Μπραΐλα, Σμαῆλι καὶ Κιλί,
Μπενδέρι καὶ Χωτῆνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ᾿ ἐκεῖνα προσκυνοῦν
γιατὶ στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Γγιουρντζῆ πλιὰ μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
τὸν Προύσια νὰ μοιάσῃς, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς
πασιᾶ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῇς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ συκωθῇς,
στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς.
Τοῦ Μισιριοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἂς μὴ φανῇ,
γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Μὲ μιὰ καρδίαν ὅλοι, μιὰ γνώμην, μιὰ ψυχή,
χτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ῥίζα νὰ χαθῇ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μιὰ φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιὰ
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν σταυρόν,
καὶ σὰν ἀστροπελέκια, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πῶς εἶναι δυνατός,
καρδιοκτυπᾷ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγὸν κι᾿ αὐτός.
Τρακόσοι Γγιρτζιαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ ἰδῇ,
πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστᾶ τους νὰ εὐγῇ.
Λοιπὸν γιατί ἀργῆτε, τί στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήσετε μὴν εἶστε ἐνάντιοι κ᾿ ἐχθροί.
Πῶς οἱ προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ᾿ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιὰ
τ᾿ ἄρματα, καὶ νὰ βγοῦμεν ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποῦ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρᾶ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψῃ ὁ σταυρός,
καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός.
Ὁ κόσμος νὰ γλυτώσῃ, ἀπ᾿ αὔτην τὴν πληγή,
κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ.
γιὰ τὴν πατρίδα ὅλοι, νἄχωμεν μιὰ καρδιά.
Στὴν πίστιν του καθ᾿ ἕνας, ἐλεύθερος νὰ ζῇ,
στὴν δόξαν τοῦ πολέμου, νὰ τρέξωμεν μαζί.
Βουλγάροι κι᾿ Ἀρβανῆτες, Ἀρμένοι καὶ ῾Ρωμιοί,
Ἀράπηδες καὶ ἄσπροι, μὲ μιὰ κοινὴν ὁρμή,
Γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, νὰ ζώσωμεν σπαθί,
πῶς εἴμαστ᾿ ἀντριωμένοι, παντοῦ νὰ ξακουσθῇ.
Ὅσ᾿ ἀπ᾿ τὴν τυραννίαν, πῆγαν στὴν ξενητιὰ
στὸν τόπον του καθ᾿ ἕνας, ἂς ἔλθῃ τώρα πλιά.
Καὶ ὅσοι τοῦ πολέμου, τὴν τέχνην ἀγροικοῦν
ἐδῶ ἂς τρέξουν ὅλοι, τυράννους νὰ νικοῦν.
Ἡ ῾Ρούμελη τοὺς κράζει, μ᾿ ἀγκάλαις ἀνοιχταῖς,
τοὺς δίδει βιὸ καὶ τόπον, ἀξίαις καὶ τιμαῖς.
Ὡς πότ᾿ ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς;
ἔλα νὰ γένῃς στῦλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν πατρίδα, κᾀνένας νὰ χαθῇ
ἢ νὰ κρεμάσῃ φοῦντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
Καὶ ὅσοι προσκυνήσουν, δὲν εἶναι πλιὸ ἐχθροί,
ἀδέλφια μας θὰ γένουν, ἂς εἶναι κ᾿ ἐθνικοί.
Μὰ ὅσοι θὰ τολμήσουν, ἀντίκρυ νὰ σταθοῦν,
ἐκεῖνοι καὶ δικοί μας, ἂν εἶναι, ἂς χαθοῦν.
Σουλιώταις καὶ Μανιώταις, λιοντάρια ξακουστὰ
ὡς πότε σταῖς σπηλιαῖς σας, κοιμᾶστε σφαλιστά;
Μαυροβουνιοῦ καπλάνια, Ὀλύμπου σταυρ᾿ ἀητοί,
κι᾿ Ἀγράφων τὰ ξεφτέρια, γεννῆτε μιὰ ψυχή.
Ἀνδρεῖοι Μακεδόνες, ὁρμήσετε γιὰ μιά,
καὶ αἷμα τῶν τυράννων, ρουφῆστε σὰ θεριά.
Τοῦ Σάββα καὶ Δουνάβου, ἀδέλφια Χριστιανοί,
μὲ τ᾿ ἄρματα στὸ χέρι, καθ᾿ ἕνας ἂς φανῇ,
Τὸ αἷμα σας ἂς βράσῃ, μὲ δίκαιον θυμόν,
μικροὶ μεγάλ᾿ ὁμῶστε, τυράννου τὸν χαμόν.
Λεβέντες ἀντριωμένοι, Μαυροθαλασσινοί,
ὁ βάρβαρος ὡς πότε, θὲ νὰ σᾶς τυραννῇ.
Μὴν καρτερῆτε πλέον, ἀνίκητοι Λαζοί,
χωθῆτε στὸ μπογάζι, μ᾿ ἐμᾶς καὶ σεῖς μαζί.
Δελφίνια τῆς θαλάσσης, ἀζδέρια τῶν νησιῶν,
σὰν ἀστραπὴ χυθῆτε, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Τῆς Κρήτης καὶ τῆς Νύδρας, θαλασσινὰ πουλιά,
καιρὸς εἶν᾿ τῆς πατρίδος, ν᾿ ἀκοῦστε τὴν λαλιά.
Κι᾿ ὅσ᾿ εἶστε στὴν ἀρμάδα, σὰν ἄξια παιδιά,
οἱ νόμοι σᾶς προστάζουν, νὰ βάλετε φωτιά.
Μ᾿ ἐμᾶς κ᾿ ἐσεῖς Μαλτέζοι, γεννῆτ᾿ ἕνα κορμί,
κατὰ τῆς τυραννίας, ῥιχθῆτε μὲ ὁρμή.
Σᾶς κράζει ἡ Ἑλλάδα, σᾶς θέλει σᾶς πονεῖ,
ζητᾷ τὴν συνδρομήν σας, μὲ μητρικὴν φωνή.
Τί στέκεις Παζβαντζιόγλου, τόσον ἐκστατικός;
τεινάξου στὸ Μπαλκάνι, φώλιασε σὰν ἀητός.
Τοὺς μπούφους καὶ κοράκους, καθόλου μὴν ψηφᾷς,
μὲ τὸν ῥαγιὰ ἑνώσου, ἂν θέλῃς νὰ νικᾷς.
Συλήστρα καὶ Μπραΐλα, Σμαῆλι καὶ Κιλί,
Μπενδέρι καὶ Χωτῆνι, ἐσένα προσκαλεῖ.
Στρατεύματά σου στεῖλε, κ᾿ ἐκεῖνα προσκυνοῦν
γιατὶ στὴν τυραννίαν, νὰ ζήσουν δὲν μποροῦν.
Γγιουρντζῆ πλιὰ μὴ κοιμᾶσαι, συκώσου μὲ ὁρμήν,
τὸν Προύσια νὰ μοιάσῃς, ἔχεις τὴν ἀφορμήν.
Καὶ σὺ ποῦ στὸ Χαλέπι, ἐλεύθερα φρονεῖς
πασιᾶ καιρὸν μὴ χάνεις, στὸν κάμπον νὰ φανῇς.
Μὲ τὰ στρατεύματά σου, εὐθὺς νὰ συκωθῇς,
στῆς Πόλης τὰ φερμάνια, ποτὲ νὰ μὴ δοθῇς.
Τοῦ Μισιριοῦ ἀσλάνια, γιὰ πρώτη σας δουλειά,
δικόν σας ἕνα μπέη, κάμετε βασιλιά.
Χαράτζι τῆς Αἰγύπτου, στὴν Πόλ᾿ ἂς μὴ φανῇ,
γιὰ νὰ ψοφήσ᾿ ὁ λύκος, ὁποῦ σᾶς τυραννεῖ.
Μὲ μιὰ καρδίαν ὅλοι, μιὰ γνώμην, μιὰ ψυχή,
χτυπᾶτε τοῦ τυράννου, τὴν ῥίζα νὰ χαθῇ.
Ν᾿ ἀνάψωμεν μιὰ φλόγα, σὲ ὅλην τὴν Τουρκιά,
νὰ τρέξ᾿ ἀπὸ τὴν Μπόσνα, καὶ ὡς τὴν Ἀραπιὰ
Ψηλὰ στὰ μπαϊράκια, συκῶστε τὸν σταυρόν,
καὶ σὰν ἀστροπελέκια, χτυπᾶτε τὸν ἐχθρόν.
Ποτὲ μὴ στοχασθῆτε, πῶς εἶναι δυνατός,
καρδιοκτυπᾷ καὶ τρέμει, σὰν τὸν λαγὸν κι᾿ αὐτός.
Τρακόσοι Γγιρτζιαλῆδες, τὸν ἔκαμαν νὰ ἰδῇ,
πῶς δὲν μπορεῖ μὲ τόπια, μπροστᾶ τους νὰ εὐγῇ.
Λοιπὸν γιατί ἀργῆτε, τί στέκεσθε νεκροί;
ξυπνήσετε μὴν εἶστε ἐνάντιοι κ᾿ ἐχθροί.
Πῶς οἱ προπάτορές μας, ὁρμοῦσαν σὰ θεριά,
γιὰ τὴν ἐλευθερίαν, πηδοῦσαν στὴ φωτιά.
Ἔτζι κ᾿ ἡμεῖς, ἀδέλφια, ν᾿ ἁρπάξωμεν γιὰ μιὰ
τ᾿ ἄρματα, καὶ νὰ βγοῦμεν ἀπ᾿ τὴν πικρὴ σκλαβιά.
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποῦ στὸν ζυγὸν βαστοῦν,
καὶ Χριστιανοὺς καὶ Τούρκους, σκληρᾶ τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψῃ ὁ σταυρός,
καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψῃ ὁ ἐχθρός.
Ὁ κόσμος νὰ γλυτώσῃ, ἀπ᾿ αὔτην τὴν πληγή,
κ᾿ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν γῆ.
Πέρας μὲν ὧδε,
H δὲ αὖ πράξις τέρας.
H δὲ αὖ πράξις τέρας.
.
αποσπάσματα από έργα τουΑπό «Τα Δίκαια του Ανθρώπου»: «Τα Φυσικά Δίκαια είναι: Πρώτον, το να είμεθα όλοι ίσοι και όχι ο ένας ανώτερος από τον άλλον. Δεύτερον, να είμεθα ελεύθεροι και όχι ο ένας σκλάβος του αλλουνού. Τρίτον, να είμεθα σίγουροι εις τη ζωήν μας, και κανένας να μην ημπορεί να μας την πάρη αδίκως και κατά τη φαντασίαν (...). Ολοι οι άνθρωποι, Χριστιανοί και Τούρκοι, κατά φυσικόν λόγον είναι ίσοι. (...) Ολοι, χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία διά τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη. (...) Η Αυτοκρατορία (σ.σ. εννοεί η αυτεξουσιότητα, η κυριαρχία του λαού) είναι θεμελιωμένη εις τον λαόν. Αυτή είναι μία, αδιαίρετος, απροσδιόριστος και αναφαίρετος. Ηγουν ο λαός μόνον ημπορεί να προστάζη και όχι ένα μέρος ανθρώπων ή μία πόλις(...) Κάθε άνθρωπος, όπου ήθελεν αρπάσει την αυτοκρατορίαν και την εξουσίαν του έθνους, ευθύς να φυλακώνεται από τους ελεύθερους άνδρας, να κρίνεται, και κατά τον νόμον να παιδεύεται(...)».
Από «Το Σύνταγμα»: «Ο αυτοκράτωρ λαός είναι όλοι οι κάτοικοι του βασιλείου τούτου, χωρίς εξαίρεσιν θρησκείας και διαλέκτου, άλλο είδος γενεάς. Αυτός ο λαός μόνος του ονοματίζει τους απεσταλμένους του προς το κοινόν συμβούλιον του έθνους. Αυτός δίδει την άδειαν της εκλογής εις τους αναμεταξύ του διαλεκτάς, να διαλέξουν τους δημοσίους νομοκράτορας, τους εγκληματικούς κριτάς και τους λοιπούς αξιωματικούς. Αυτός ο λαός βουλεύεται, αν είναι οι διωρισμένοι νόμοι καλοί διά την ευδαιμονίαν του. Και ει μεν είναι καλοί, τους φυλάττει, ει δε και έχει λόγον να αντειπή, προβάλλει εις τη Διοίκησιν το τι τον πειράζει (...) Ο Ελληνικός Λαός είναι φίλος και φυσικός σύμμαχος με τα ελεύθερα έθνη. Οι Ελληνες δεν ανακατώνονται εις τη διοίκησιν των άλλων εθνών, αλλ' ούτε είναι εις αυτούς δυνατόν να ανακατωθούν άλλα εις την εδικήν των(...)
πλήρες υλικο στην Επιστημονική Εταιρεία Mελέτης “ΦΕΡΩΝ ΒΕΛΕΣΤΙΝΟΥ ΡΗΓΑ”
πηγή : http://antiparios.blogspot.gr/2009/03/blog-post_24.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου