Μανώλης Κορρές
Αρχιτέκτων
Το περιεχόμενο του κειμένου που ακολουθεί συμπίπτει με εκείνο της προφορικής παρουσίασης, η μορφή, όμως, διαφέρει. Κατά την προφορική παρουσίαση προβλήθηκαν 92 εικόνες (Παράρτημα 1), οι οποίες προσδιόρισαν τη μορφή της. Το παρόν προέκυψε από μια ανασύνταξη του προφορικού, ώστε, παρά τον μικρό αριθμό των εικόνων του, να είναι κατά το δυνατόν αύταρκες. Οι απαραίτητες παραπομπές είναι εντός κειμένου. Οι πλήρεις τίτλοι των εργασιών ευρίσκονται στην Επιλογή βιβλιογραφίας (Παράρτημα 2).
Λόγω της εκτάσεως του θέματος κρίθηκε αναγκαία η διαίρεση του κειμένου σε μέρη, ως εξής:
> 1. Τοπογραφία και ανασκαφές
> 2. Προπαρθενών: Παρθενών Ι, Παρθενών ΙΙ
> 3. Επιχώσεις, Κιμώνειον τείχος
> 4. Μυκηναϊκό τείχος
> 5. Αρχαίος νεώς
> 6. Κεκρόπιον
> 7. «Κτήριον Η» (πρωταρχικός Παρθενών)
> 8. Ιερόν στη βόρεια πλευρά του Παρθενώνος
> 9. Συγκεφαλαίωση
> 2. Προπαρθενών: Παρθενών Ι, Παρθενών ΙΙ
> 3. Επιχώσεις, Κιμώνειον τείχος
> 4. Μυκηναϊκό τείχος
> 5. Αρχαίος νεώς
> 6. Κεκρόπιον
> 7. «Κτήριον Η» (πρωταρχικός Παρθενών)
> 8. Ιερόν στη βόρεια πλευρά του Παρθενώνος
> 9. Συγκεφαλαίωση
Από την ως άνω διαίρεση γίνεται αμέσως φανερό ότι τα εξεταζόμενα ζητήματα δεν αποτελούν μια σποράδην επιλογή από όλη την τοπογραφία της Ακροπόλεως, αλλά, αντιθέτως, αποτελούν μια αυτοτελή ενότητα η οποία ευρίσκεται εντός των ορίων του κεντρικού μέρους της, του ιερού της Αθηνάς, εξαιρουμένου μόνον του Ερεχθείου, του οποίου, άλλωστε, το δυτικό μέρος και τα συνεχόμενα προς αυτό μικρότερα ιερά δεν αποτελούν, ακριβώς, μέρος του ιερού της Αθηνάς.
Ευχαριστίες:
Επιθυμώ να εκφράσω τις ευχαριστίες μου προς τη Διεύθυνση του Ε.Ι.Ε. και ιδιαιτέρως στην κ. Ε. Γραμματικοπούλου, Υπεύθυνη Μορφωτικών Εκδηλώσεων του Ε.Ι.Ε. Ευχαριστώ επίσης τους κκ. Γ. Δοντά, Ε. Τουλούπα, Π. Καλλιγά, διαδοχικά προϊσταμένους της Α’ Εφορείας Αρχαιοτήτων και στο πρόσωπό τους πολλούς άλλους συναδέλφους. Ευχαριστώ, τέλος, τους καθηγητές Χ. Μπούρα και G. Gruben και στο πρόσωπό τους πολλούς άλλους ακαδημαϊκούς δασκάλους και μελετητές της αρχαίας αρχιτεκτονικής.
1. ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ Η αρχαιολογική τοπογραφία της Ακροπόλεως προοδεύει ακόμη και σήμερα, η μεγάλη εποχή της, πάντως, ήταν ο 19ος αιώνας. Εκτεταμένες ανασκαφές έφεραν τότε στο φως κατάλοιπα κτηρίων, επιγραφές, αναρίθμητα έργα τέχνης και πολυάριθμα άλλα τεκμήρια της ζωής των ιερών και λοιπών χώρων, όχι μόνον στην Ακρόπολη αλλά και στο άμεσο περιβάλλον της. Η Μεγάλη Ανασκαφή των ετών 1885-1890 είναι ο σπουδαιότερος αλλά όχι ο μόνος σταθμός αυτής της μακράς αρχαιολογικής πορείας. Η πρόοδος που συντελέστηκε τότε γίνεται αμέσως αντιληπτή όταν κανείς μελετά, έστω και βιαστικά, παλαιές δημοσιεύσεις ή νεώτερες επισκοπήσεις και συνθετικές εργασίες. Για ό,τι αφορά στη μορφή των κτηρίων και των δημοσίων χώρων αρκεί ακόμη και μια απλή σύγκριση της κατόψεως που συντάχθηκε το 1853 από τον J. Stuart και εκείνης που συντάχθηκε μετά το 1900 από τον W. Judeich. Στη δεύτερη περιέχονται όχι μόνον όλα τα μνημεία της Ακροπόλεως αλλά και εκείνα της νότιας κλιτύος, μάλιστα με διακρίσεις ιστορικών περιόδων από τη μυκηναϊκή εποχή έως τους νεωτέρους χρόνους. Η κάτοψη που συνοδεύει το έργο του Michaelis (1871) αντιπροσωπεύει μια ενδιάμεση βαθμίδα σε αυτή την εξέλιξη. Στην κάτοψη αυτή διατυπώνεται για πρώτη φορά και ένα σοβαρό ενδιαφέρον για τα μεσαιωνικά και οι μεταγενέστερες ιστορικές φάσεις δηλώνονται καταλλήλως τόσο στα Προπύλαια όσο και στον Παρθενώνα. Αλλά εκτός από τα εδάφη μέσα και έξω από την Ακρόπολη μεγάλη πηγή πληροφοριών είναι και τα ίδια τα τείχη της, ιδίως το βόρειο με τα εντοιχισμένα αρχιτεκτονικά μέλη δύο μεγάλων ναών: πολυάριθμοι ημίεργοι μαρμάρινοι σπόνδυλοι του Προπαρθενώνος και μεγάλα τμήματα του θριγκού από τον αρχαίον νεώ –επιστύλια, τρίγλυφοι, μετόπες και γείσα σε κανονική αλληλουχία. Στο σημείο αυτό, όμως, θα ήταν σκόπιμη μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία και τα μεθοδολογικά ζητήματα των ανασκαφών της Ακροπόλεως. Οι ανασκαφές άρχισαν το 1835 στα δυτικά και τα νότια του Παρθενώνος από τον Ludwig Ross, με τη συνεργασία των αρχιτεκτόνων Lorent και Schaubert και ήταν η πρώτη και τελευταία φορά κατά την οποία τα ευρήματα και τα συμπεράσματα ανασκαφής δημοσιεύθηκαν χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση: εντός μηνών μόνον! (Tubinger Kunstblatt, 1835). Ήταν, επίσης, η πρώτη φορά κατά την οποία μελετήθηκε η στρωματογραφία και συντάχθηκαν σχεδιαστικές τομές των στρωμάτων για την καλύτερη τεκμηρίωση της σχετικής μελέτης –ίσως θα έπρεπε κάποτε να αναγνωρισθεί στον Ross και η πατρότης της αρχαιολογικής στρωματογραφικής μεθόδου. Οι ανασκαφές του Ross έγιναν σε προσεκτικά επιλεγμένες θέσεις με μεγάλη, για τα μέτρα εκείνης της εποχής, φειδώ κι ωστόσο υπήρξαν εξόχως παραγωγικές σε ευρήματα και συμπεράσματα. Τη σύντομη αυτή επιχείρηση ακολούθησε μια πολύ μεγαλύτερη που, υπό τη διεύθυνση του Κ. Πιττάκη, διήρκεσε έως το τέλος της οθωνικής περιόδου. Η επιχείρηση αυτή αποσκοπούσε στον αποκαθαρμό της Ακροπόλεως από τα αναρίθμητα μεταγενέστερα και ήδη ερειπωμένα κτίσματα που την κατέκλυζαν, στην αποκατάσταση των εδαφών στο επίπεδο της κλασικής εποχής, στην απελευθέρωση των πεσμένων από τα μνημεία αρχαίων λίθων και τη συνακόλουθη ανάληψη των αντιστοίχων αναστηλωτικών προγραμμάτων. Οι σκαφικές εργασίες που έγιναν κατά τη μακρά εκείνη περίοδο σε όλη την Ακρόπολη υπερβαίνουν σε όγκο ακόμη και τη Μεγάλη Ανασκαφή (1885-1890). Εκτάσεις πολλών χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων ανασκάφηκαν σε μέσο βάθος δύο περίπου μέτρων (έξω από τα Προπύλαια το βάθος ξεπέρασε τα πέντε μέτρα). Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή δεν έγινε αντιληπτή ως κανονική ανασκαφή ούτε από τους πρωταγωνιστές της, ούτε από τις νεώτερες γενεές των αρχαιολόγων. Από τα κτίσματα και από τις εδαφικές διαστρωματώσεις που τότε ανεσκάφησαν δεν έγινε ούτε ένα σχέδιο. Σχεδιάστηκαν, χάριν της δημοσιεύσεως, μόνον μερικά από τα κινητά ευρήματα, αρχαία γλυπτά και επιγραφές, που, άλλωστε, ήσαν ο μόνος επιστημονικός στόχος των ανασκαφέων. Ενώ, όμως, τα κινητά θα ήταν δυνατόν να απεικονισθούν και πολύ αργότερα, τα μη κινητά –κτίσματα και ιστορικά εδαφικά στρώματα– δεν μπορούσαν να περιμένουν. Η καταστροφή τους εξάλειψε για πάντα όλες τις εδαφικές μαρτυρίες όχι μόνον για τις μετά Χριστόν χιλιετίες, αλλά ακόμη και για μεγάλο μέρος της ίδιας της αρχαιότητος. Δυστυχώς, η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε στις επόμενες δύο δεκαετίες (υπό τη διεύθυνση του Π. Ευστρατιάδη), κυρίως στο μέρος μέσα από τα Προπύλαια και στο μέρος όπου κτίσθηκε το Μουσείο, χάριν του οποίου ήταν αναγκαία μια πολύ εκτεταμένη και βαθιά εκσκαφή. Και πάλι κανένα σχέδιο μεταγενεστέρων κτισμάτων, καμιά στρωματογραφική τομή, καμιά επαρκής δημοσίευση. Στο μεγάλο αυτό χρονικό διάστημα έγιναν και μερικές σχετικά μικρές ανασκαφές από ξένους, εκ των οποίων οι σπουδαιότερες για το παρόν θέμα είναι: στη νότια παρειά του στερεοβάτου του Παρθενώνος το 1845 από τον A. Paccard και το 1865 από τον E. Ziller και σε ορισμένα σημεία του Ερεχθείου και του Παρθενώνος το 1862 από τον C. Botticher. Με την έναρξη της Μεγάλης Ανασκαφής υπό τη διεύθυνση του Π. Καββαδία και με τη συνεργασία του αρχιτέκτονα G. Kawerau τα πράγματα βελτιώθηκαν. Η ανασκαφή άρχισε στο βόρειο μέρος της Ακροπόλεως και προχώρησε από δυσμάς προς ανατολάς, με κυριότερα ευρήματα τις αρχαϊκές κόρες στα βορειοδυτικά του Ερεχθείου. Η αρχαϊκή τέχνη ήταν ήδη γνωστή, τότε όμως έγινε για πρώτη φορά δυνατή η επαφή με τόσο πολλά έργα της συγχρόνως. Οι μαρμάρινες κόρες έδιναν μια πολύ καλή ιδέα για την κόσμηση του ιερού με πλούσια αφιερώματα και ένα σύνολο μαρμάρινων γλυπτών, στην VI αίθουσα του παλαιού μουσείου της Ακροπόλεως, παρείχε μια μάλλον ικανοποιητική γνώση του περιεχομένου των αετωμάτων του αρχαίου νεώ. Το μεγαλύτερο, όμως και δυσκολότερο μέρος της ανασκαφής ήταν το νοτίως του Παρθενώνος (1888), στο οποίο, όπου ήταν δυνατόν, η σκαφή έφθασε έως τον βράχο, σε βάθος που αρκετές φορές ξεπέρασε τα 15 μ. από την ευθυντηρία του ναού. Η σχεδιαστική τεκμηρίωση από τον Kawerau ήταν τακτική: πολλές δεκάδες μετρικά σχέδια σε κλίμακες 1:50, 1:100, 1:200, και ακόμη περισσότερα σκαριφήματα μετρήσεων αλλά και σχέδια κάπoιων κινητών ευρημάτων. Η φωτογραφική τεκμηρίωση (επί το πλείστον από τον Dorpfeld με κάμερα μεγάλου σχήματος), αν και σχετικώς φειδωλή (περίπου 100 φωτογραφίες), είναι γενικώς πολύ καλής ποιότητος. Οι φωτογραφίες έχουν γίνει επιμελώς μετά από καλή επιλογή των θεμάτων και ο φωτισμός είναι μερικές φορές τόσο καλός, ώστε να κάνει εύκολα ορατές μικρότατες λεπτομέρειες συμπεριλαμβανομένης και της στρωματογραφίας των εδαφών. Η Μεγάλη Ανασκαφή διακρίνεται όχι μόνον για την ενότητα των μέσων και της μεθόδου της αλλά και για την ενότητα των προϊόντων της. Τα προϊόντα αυτά, όλα σχεδόν τα σήμερα γνωστά γλυπτά και αρχιτεκτονικά μέλη των πώρινων αρχαϊκών ναών και άλλων κτισμάτων της αρχαϊκής Ακροπόλεως, όλα σχεδόν τα αφιερώματα της ίδιας περιόδου, μαρμάρινα (κόρες, ενεπίγραφες βάσεις κ.ά.), χάλκινα ή πήλινα και, τέλος, πολυάριθμα γλυπτά της κλασικής εποχής. Τα σπουδαιότερα από αυτά τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν εγκαίρως σε διάφορα ελληνικά και ξένα αρχαιολογικά περιοδικά αλλά και σε μονογραφίες. Η ίδια η ανασκαφή, όμως, δημοσιεύθηκε μόνον μετά από 17 έτη και η κεραμική της μετά από τέσσερις δεκαετίες. Ζητήματα για τα οποία θα ήταν απαραίτητη μια ενδελεχής στρωματογραφική τεκμηρίωση ανέκυψαν μόνον όταν ήταν πια πολύ αργά. Τα σχολιασμένα σχέδια κάποιων στρωματογραφικών τομών που είχε συντάξει ο G. Kawerau εκ του φυσικού περιέργως δεν είχαν συμπεριληφθεί στη δημοσίευση της ανασκαφής, ίσως επειδή οι συγγραφείς δεν τα θεωρούσαν πολύ αναγκαία (δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα, βλ. κατωτ.). Όταν, το 1902, φάνηκε έντονη η σκοπιμότητα μιας στρωματογραφικής διερεύνησης των ιστορικών φάσεων της Ακροπόλεως νοτίως του Παρθενώνος, ο Dorpfeld κατέφυγε σε μια λύση ανάγκης. Συνέταξε τα σχέδια δύο τομών (Εικόνα 1), βασιζόμενος κυρίως σε φωτογραφίες. Η μέθοδος αυτή, βέβαια, δεν είναι τελείως θεμιτή και τα εν λόγω σχέδια έγιναν μερικές φορές αντικείμενα αμφιβολιών (παρόμοιες τομές σχεδιάσθηκαν αργότερα από τον A. Tschira, τον J.A. Bundgaard, τον A. von Gerkan και άλλους). Στη συγκεκριμένη, ωστόσο, περίπτωση δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες. Οι φωτογραφίες του Dorpfeld είναι, ευτυχώς, πολύ ευκρινείς και ο τρόπος που τις χρησιμοποίησε ήταν πολύ τίμιος. Τούτο διαπιστώνεται και σήμερα, όχι μόνον με προσεκτική σύγκριση όλων των διαθέσιμων φωτογραφιών αλλά και με χρήση των αντιστοίχων σχεδίων του Kawerau. Μετά τη Μεγάλη Ανασκαφή δεν απέμειναν παρά μόνον ολίγα άσκαφα σημεία. Οι ανασκαφές που έγιναν έκτοτε είχαν μάλλον διευκρινιστικό χαρακτήρα. Από αυτές ας αναφερθούν οι εξής: στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1910 από τον Hill και τον Dinsmoor, στο Ερεχθείο το 1900 από τον Stevens, τον L.B. Holland και άλλους, στα δυτικά των Προπυλαίων το 1928 από τον Dinsmoor, στο εσωτερικό του Παρθενώνος το 1956 από τον A. Tschira, στον αρχαίο νεώ το 1980 από τον I. Beyer. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο δίτομο έργο του J.A Bundgaard, The excavation of the Athenian Akropolis (1974) το οποίο έκανε για πρώτη φορά προσιτά σε έντυπη μορφή τα φυλασσόμενα στο αρχείο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου σχέδια του Kawerau, μαζί με όλες σχεδόν τις φωτογραφίες της ανασκαφής. Το υλικό παρουσιάζεται με πλήθος συνοδευτικών σχολίων και εποπτικών γενικών χαρτών εντοπισμού και συσχετισμού των επί μέρους σχεδίων και των φωτογραφιών. Το υλικό αυτό είναι πολυτιμότατο, έστω και εάν με σημερινά αλλά ακόμη και με πολύ παλαιότερα μέτρα (π.χ. με εκείνα του Η. von Hallerstein) τα σχέδια του Kawerau κρίνονται ανεπαρκή.
2. ΠΡΟΠΑΡΘΕΝΩΝ: Παρθενών Ι, Παρθενών II
Οι εντοιχισμένοι στο βόρειο τείχος μαρμάρινοι σπόνδυλοι μελετήθηκαν πρώτη φορά το 1807 από τον περίφημο W.M. Leake, ο οποίος αναρριχήθηκε τότε, όχι χωρίς κίνδυνο, στον απόκρημνο βράχο. Ο Leake, ο οποίος ελάχιστες φορές έσφαλε κατέληξε και πάλιν σε μια ορθή εξήγηση: οι σπόνδυλοι πρέπει να ανήκουν σε εκείνον τον παλαιότερο ναό, που εννοεί ο Ησύχιος όταν αναφέρεται στον Παρθενώνα (λ. Εκατόμπεδος) «...νεώς εν τη ακροπόλει τη Παρθένα κατασκευασθείς υπό Αθηναίων, μείζων του εμπρησθέντος υπό των Περσών ποσι πεντήκοντα».Έτσι άρχισε η μελέτη του Προπαρθενώνος που, κατά τον Leake, πρέπει να ήταν μικρότερος από τον Παρθενώνα και ασφαλώς προγενέστερος των Περσικών. Ό,τι άρχισε ο Leake συνεχίσθηκε από τον Ross, το 1835, με ανασκαφές στα δυτικά και στα νότια του Παρθενώνος, οι οποίες απεκάλυψαν τα εξής:
Το σφάλμα αυτό διορθώθηκε μόνον το 1885, όταν ο W. Dorpfeld απέδειξε ότι ο εντοιχισμένος μεγάλος θριγκός ανήκει στον αρχαίο νεώ, τον πώρινο περίπτερο ναό της Αθηνάς. Τα θεμέλια αυτού του ναού σώζονται στα νότια του Ερεχθείου. Η σχετική με τον αρχαίο νεώ πρώτη ανακοίνωση του Dorpfeld περιείχε και μία θεωρία για τη χρονολόγηση του Προπαρθενώνος, αντίθετη προς εκείνη του Leake και του Ross: η εύλογη, λόγω στιλιστικών στοιχείων, χρονολόγηση του αρχαίου νεώ στον 6ο αιώνα και η προφανής καταστροφή του πριν από την εποχή της κατασκευής του βορείου τείχους οδήγησε τον Dorpfeld στο συμπέρασμα ότι αυτόν το ναό πρέπει να έκαυσαν οι Πέρσες κι όχι τον ημιτελή μαρμάρινο Προπαρθενώνα. Αλλά γιατί θα έπρεπε να είναι μόνον ένας ο ναός που έκαυσαν οι Πέρσες; Βάσει των γραπτών μαρτυριών, επέμενε ο Dorpfeld, μόνον ένας ναός της Αθηνάς πρέπει να υπήρχε στην Ακρόπολη πριν από τα Περσικά. Για την ύπαρξη και άλλου ναού δεν έβλεπε καμιά απόδειξη στη μακρινή εκείνη εποχή. Κατέληξε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι ο Προπαρθενών θα έπρεπε να χρονολογηθεί μετά τα Περσικά και ειδικότερα στην εποχή του Κίμωνος. Η θεωρία αυτή απέρρεε από μια ορισμένη επιστημονική σύλληψη για την ιστορία του ιερού και την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των ναών, ίσως όμως, σε κάποιο μικρό βαθμό, και από τον πειρασμό μιας εντυπωσιακής ανατροπής παλαιών κλασικών θεωριών. Η νέα θεωρία είχε για την πορεία των τοπογραφικών μελετών της Ακροπόλεως πολύ μεγάλες συνέπειες. Από το 1885 έως το 1902, η αποδοχή των θεωριών του Dorpfeld ήταν σχεδόν γενική. Όλοι συντάχθηκαν αμέσως μαζί του και έσπευσαν να απορρίψουν τους λόγους για τους οποίους οι ίδιοι είχαν παλαιότερα συνταχθεί με τον Leake και τον Ross. Όλοι εκτός από έναν, τον F.C. Penrose. Ο μέγας μελετητής της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνος, συγγραφεύς του PrinciplesoftheAthenianArchitecture (1851) ανήκε ήδη σε μια περασμένη εποχή. Ήταν μόνον εικοσιοκτώ ετών και εξόχως πρωτοποριακός όταν πραγματοποιούσε τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του (1847), αλλά την εποχή που με πείσμα και προκατάληψη αντιμετώπιζε τον Dorpfeld ήταν ήδη εβδομήντα ετών και η άμεση επαφή του με την Ακρόπολη είχε σχεδόν διακοπεί επί δεκαετίες. Η πίστη του στην κλασική θεωρία των Leake και Ross ήταν δικαία, τα επιχειρήματα όμως που χρησιμοποίησε για τον έλεγχο της νέας θεωρίας ήσαν μερικές φορές άδικα. Κάποια ήσαν και τόσο ατυχή, ώστε πολύ περισσότερο έβλαπταν το ίδιο του το έργο παρά τη νέα εργασία του Dorpfeld (βλ. κεφ. 6). Έτσι είχαν τα πράγματα μέχρι το 1902 όταν εμφανίστηκε ένα ρηξικέλευθο άρθρο με τίτλο «Die Zeit des alteren Parthenon» όπου, προς γενική κατάπληξη, ο ίδιος ο Dorpfeld υποστηρίζει μια προ των Περσικών χρονολόγηση του Προπαρθενώνος. Το ίδιο έτος (1902) ο A. Michaelis είχε δείξει ότι κατά την αρχαϊκή εποχή υπήρχαν δύο ναοί της Αθηνάς στην Ακρόπολη και αυτό ασφαλώς είχε επηρεάσει πολύ θετικά τον Dorpfeld. Η παλαιά θεωρία του Leake αποκτούσε και πάλι το πρώτο της κύρος και ο μόνος πιστός υποστηρικτής της, ο Penrose, έπαιρνε, στο τέλος του βίου του, την ικανοποίησή του. Πάντως, η νέα μελέτη του Dorpfeld εισκόμισε και κάτι νέο: τη διάκριση δύο φάσεων στην οικοδομική ιστορία του Προπαρθενώνος. Κατά την παλαιότερη φάση (Παρθενών Ι ή Ρa Ι), ίσως της εποχής του Κλεισθένους, ο ναός ήταν ή, μάλλον, επρόκειτο να είναι πώρινος. Κατά τη νεώτερη φάση (Παρθενών II ή Ρa ΙΙ), μετά από τη μάχη του Μαραθώνα, το ημιτελές έργο συνεχίσθηκε σε μάρμαρο (κατά τη νέα αυτή διάκριση ο περίκλειος Παρθενών χαρακτηρίζεται από τον Dorpfeld ως Ρa ΙΙΙ). Η μεταστροφή του Dorpfeld δείχνει, μεταξύ άλλων, και μια σπάνια για τον ίδιο ευκινησία. Επέτυχε όχι μόνον να «διασωθεί» την τελευταία στιγμή επάνω σε μια ξένη θέση αλλά και να την οικειοποιηθεί με κάποιες προσθήκες, εγκαταλείποντας, μάλιστα, μια εντελώς αντίθετη δική του. Έκτοτε, και μέχρι το 1936, η αποδοχή της προ των Περσικών χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος ήταν γενική, σημειώθηκαν όμως νέες διαφωνίες ως προς την αναπαράσταση και ως προς τη διάκριση οικοδομικών φάσεων. Το σπουδαιότερο, πάντως, γεγονός ήταν η ανακάλυψη της μορφής του Προπαρθενώνος από τον Β. Η. Hill, με τη συνεργασία του W.B. Dinsmoor. Για πρώτη φορά τότε (1910) μελετήθηκαν συστηματικά πολυάριθμοι διάσπαρτοι λίθοι και άλλοι αναχρησιμοποιημένοι στο βόρειο τείχος της Ακροπόλεως, προερχόμενοι από την κρηπίδα του Προπαρθενώνος, ως και λίθοι αναχρησιμοποιημένοι στον ίδιο τον κλασικό Παρθενώνα. Για τον σκοπό αυτό και ειδικότερα για τον εντοπισμό των κατά χώραν αρχαιοτέρων μερών, έγιναν ανασκαφές νεωτέρων επιχώσεων σε διάφορα σημεία, όπου το δάπεδο του ναού ήταν ήδη κατεστραμμένο. Η μελέτη αυτή συμπλήρωσε και ξεπέρασε κατά πολύ όλες τις προηγούμενες. Τα συμπεράσματά της (ΑΙΑ 16, 1912) συνοψίζονται ως εξής (Εικόνα 2):
Δεν είναι επομένως σύμπτωση ότι η πρώτη ειδική μελέτη για τη χρονολόγηση του Προπαρθενώνος εμφανίστηκε μόλις το 1935. Στη μελέτη αυτή («The date of the older Parthenon») ο W.B. Dinsmoor, χρησιμοποιώντας 26 καλώς χρονολογήσιμα όστρακα για τα οποία ήταν βεβαιωμένη και η θέση ευρέσεως μέσα στα στρώματα, συνεπέρανε ότι το μεγάλο βάθρο του Προπαρθενώνος δεν είναι παλαιότερο του 490 π.Χ. Η ακόμη ακριβέστερη χρονολόγηση του έργου στο έτος 488 π.Χ. που προτείνεται στην ίδια μελέτη βασίστηκε σε αστρονομικό υπολογισμό των σφαλμάτων του αρχαίου ημερολογίου και στην υπόθεση ότι ο ναός θα έπρεπε να είναι προσανατολισμένος ακριβώς προς το σημείο ανατολής του ηλίου κατά την εορτή της Αθηνάς. Στην ίδια εργασία του επέμεινε ο Dinsmoor ότι τίποτα δεν αποδεικνύει την κατά Dorpfeld διάκριση δύο φάσεων του Προπαρθενώνος. Η αντίδραση του Dorpfeld στις θέσεις του Dinsmoor ήταν άμεση. Όχι μόνον επέμεινε και πάλι στη διάκριση Ρa Ι (ημιτελής πώρινος), Ρa II (ημιτελής μαρμάρινος), αλλά μετέθεσε τις χρονολογήσεις που ο ίδιος είχε παλαιότερα (1902) προτείνει κατά δύο δεκαετίες προς τα πίσω. Το ζήτημα της χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος άρχισε να περιπλέκεται το 1936 όταν ο W. Kolbe υπεστήριξε μια χρονολόγηση στους αμέσως μετά τα Περσικά χρόνους. Με την ίδια γνώμη τάχθηκε αργότερα (1939) και ο συνεργάτης του Α. Tschira. Το επόμενο έτος, ο Η. Riemann υπεστήριξε ότι ο Προπαρθενών ήταν έργον του Κίμωνος. Η μετάθεση της χρονολογήσεως συνεχίσθηκε αργότερα έως το ακρότατο δυνατό σημείο: ο Κ. Συριόπουλος (1951) και ο J.A. Bundgaard (1976) υπεστήριζαν ότι ο Προπαρθενών ήταν απλώς ένα περίκλειο προστάδιο του κλασικού Παρθενώνος. Ειδική περίπτωση αποτελεί ο R. Carpenter (1970), ο οποίος, ενώ δέχεται τον κατά Hill ημιτελή μαρμάρινο Προπαρθενώνα του 490 π.Χ., θεωρεί αναγκαία και την ύπαρξη ενός επόμενου ημιτελούς Προπαρθενώνος της εποχής του Κίμωνος! Οι υποστηρικτές της χρονολογήσεως στους προ των Περσικών χρόνους ήσαν και κατά τη νεώτερη περίοδο περισσότεροι –K. Schefold (1946), W.A. Plommer (1960), Α. Rumpf (1964), G. Gruben (1964 κ.έ.), G. Beckel (1967), Η. Drerup (1980), Μ. Κορρές (1983 κ.έ.)–, η ύπαρξη, όμως, των άλλων θεωριών προκαλεί πάντα κάποια σύγχυση, ιδίως σε εκείνους που χωρίς να διαθέτουν πραγματική ειδικότητα ή θητεία στο συγκεκριμένο θέμα αναγκάζονται μερικές φορές να εκφράσουν κάποια προτίμηση. Η διατήρηση αυτής της καταστάσεως ευνοήθηκε κυρίως από τη μη χρησιμοποίηση των καταλληλότερων επιχειρημάτων για την υποστήριξη της προ των Περσικών χρονολογήσεως. Το κυριότερο ζήτημα ήταν και είναι η φύση των βλαβών των λίθων του ημιτελούς ναού. Δυστυχώς, εκείνοι που συντήρησαν τη σχετική συζήτηση δεν ήσαν ούτε χημικοί ούτε φυσικοί ή μηχανικοί. Αγνοώντας τον φυσικό μηχανισμό της θερμικής θραύσεως, έμεναν τελείως αδιάφοροι μπροστά στις τεράστιες βλάβες αυτού του είδους (τις ενόμιζαν και αυτές γεωλογικά ελαττώματα ή θραύσεις από πτώσεις των λίθων ή προσκρούσεις, κ.λπ.) και λεπτολογούσαν για κάποιες άσχετες χρωματικές αλλοιώσεις μερικών λίθων του στερεοβάτου (οι μεν τις ενόμιζαν... σπουδαίους μάρτυρες των περσικών φλογών, οι δε, με τη βοήθεια των χημικών, εύκολα απεδείκνυαν το αστήρικτο του επιχειρήματος). Κατά τη διάρκεια των σημερινών επεμβάσεων στον Παρθενώνα μου δόθηκε η ευκαιρία και για μια νέα έρευνα των καταλοίπων του Προπαρθενώνος. Η έρευνα εισκόμισε ισχυρά τεκμήρια υπέρ της χρονολογήσεως στους προ των Περσικών χρόνους. Κυριότερο, φυσικά, οι βαρύτατες θερμικές θραύσεις που διαπιστώθηκαν όχι απλώς στο διάσπαρτο υλικό (για τις οποίες θα ήταν δυνατός και ο ισχυρισμός... ότι έγιναν αργότερα), αλλά περίπου σε όλα τα υπό την κρηπίδα και τους τοίχους του κλασικού ναού αυτούσια μέρη (Εικόνα 3) ή ανατοποθετημένα μάρμαρα (Εικόνα 4) του Προπαρθενώνος. Η συνεχιζόμενη έρευνα της ίδιας της αρχιτεκτονικής του κατεστραμμένου ημιτελούς ναού επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα του Hill, προχώρησε όμως ακόμη περισσότερο στις λεπτομέρειες και ήδη κατέληξε σε μια ακριβή αναπαράσταση της κατόψεως (Εικόνα 5) και της προσόψεως του σηκού. Για τη διάκριση δύο φάσεων του Προπαρθενώνος έγινε ήδη λόγος. Η διάκριση αυτή προτάθηκε πρώτη φορά από τον W. Dorpfeld το 1902 και έγινε έκτοτε δεκτή από τους Α. Furtwangler (1906), Β.Η. Hill (1912), O. Walter (1929), W. Kolbe (1936) και Κ. Schefold (1946), ενώ απερρίφθη από τον Dinsmoor (1934). Κατά τον Dorpfeld, ο γιγάντειος στερεοβάτης (με διαστάσεις 31x77 μ.) και ο επ’ αυτού ημιτελής μαρμάρινος Προπαρθενών δεν συνανήκουν ως μέρη του αυτού αρχιτεκτονικού σχεδίου. Ο στερεοβάτης απλώς χρησιμοποιήθηκε από τον ημιτελή μαρμάρινο Προπαρθενώνα, όπως άλλωστε και από τον κλασικό περίκλειο ναό· πρέπει όμως να έγινε για έναν παλαιότερο, ακόμη μεγαλύτερο, πώρινο ναό. Χάριν ευκολίας, ο ναός αυτός ονομάσθηκε από τον Dorpfeld Παρθενών I (Pa I), ο ημιτελής μαρμάρινος Προπαρθενών ονομάσθηκε Παρθενών II (Pa II) και ο περίκλειος ναός Παρθενών III (Pa III). Κατά τον Dorpfeld, η κατασκευή του Pa I θα πρέπει να ματαιώθηκε σε κάποιο πρώιμο στάδιο, πράγμα που εξηγεί και τη μη εύρεση τεμαχίων κιόνων ή άλλων αρχιτεκτονικών μελών που θα ήταν δυνατόν να αποδοθούν σε αυτόν. Έτσι, ό,τι υφίσταται ακόμη από τον Pa I είναι ο στερεοβάτης, του οποίου η ανώτερη στρώση (η 22η από τον βράχο) πρέπει να αναγνωρισθεί ως μία από τις βαθμίδες της κρηπίδος του. Ο Dorpfeld πίστευε ότι ο Pa I θα ήταν ένας οκτάστυλος περίπτερος πώρινος ναός. Αλλά πώς να αποδείξει κανείς ότι η 22η στρώση είναι βαθμίδα κρηπίδος ενός άλλου ναού και όχι απλώς ένας μορφολογικός τονισμός της άνω απολήξεως του στερεοβάτου ως ευθυντηρίας του ημιτελούς μαρμάρινου Προπαρθενώνος; είπαν οι αντίπαλοι του Dorpfeld. Και ακόμη, ανάμεσα σε ένα τελείως φανταστικό κατασκεύασμα και ένα κτήριο που υπήρξε αλλά εξαφανίστηκε πλήρως –ή που υπήρξε μόνον σε σχέδια, χωρίς να πραγματοποιηθεί ποτέ– δεν υφίσταται καμιά πρακτική διαφορά (η οποία θα ήταν δυνατόν να αποτελεί αξιόπιστη αρχαιολογική μαρτυρία). Στα πλαίσια του έργου συντηρήσεως, είχα την ευκαιρία για μια νέα μελέτη και αυτού του ζητήματος. Σε δύο θέσεις έγινε δυνατή η εξερεύνηση της εσωτερικής δομής των ανωτέρων στρώσεων του στερεοβάτου αλλά και εκείνης που εκτείνεται πίσω από την πρώτη βαθμίδα της κρηπίδος του Προπαρθενώνος. Η τελευταία αυτή στρώση διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά με τις υποκείμενες, αλλά πολύ διαφέρει από τις υπερκείμενες δύο (και τελευταίες υπό την περίσταση) πώρινες στρώσεις. Οι σχετικές με τις ως άνω στρώσεις παρατηρήσεις, παλαιότερες και νεώτερες, είναι σαφώς υπέρ της διακρίσεως δύο διαδοχικών φάσεων του Προπαρθενώνος:
Ενώ όμως, ως προς τη διάκριση των φάσεων, φαίνεται ότι θα πρέπει να συμφωνήσει κανείς με τον Dorpfeld, δεν είναι δυνατόν να λεχθεί το ίδιο και για την υποθετική μορφή του Παρθενώνος Ι. Αν ο ναός ήταν οκτάστυλος, θα έπρεπε να έχει όλα τα βασικά στοιχεία του (κίονες, μεταξόνια, επιστύλια κ.λπ.) μικρότερα όχι μόνον από τα αντίστοιχα του κλασικού Παρθενώνος (κατά 13%) αλλά ακόμη και από εκείνα του αρχαίου νεώ. Τούτο κατά κανέναν τρόπο δεν συνδυάζεται με την κλίμακα των λεπτομερειών του στερεοβάτου (Εικόνα 8). Το ύψος της 22ας στρώσεως (πρώτης βαθμίδος της κρηπίδος του Pa I) ήταν σχεδόν 59 εκ., πολύ μεγαλύτερο (κατά 12%) από εκείνο των βαθμίδων του κλασικού Παρθενώνος (-51,6), αλλά πρακτικώς ίσον με εκείνο των βαθμίδων του Ολυμπιείου (-59)! Θα πρέπει, λοιπόν, να συμφωνήσει κανείς με τον Hill, ο οποίος είχε εκφράσει τη γνώμη ότι αν όντως υπήρξε Pa I δεν θα μπορούσε να είναι οκτάστυλος αλλά εξάστυλος. Ένας τέτοιος ναός θα ήταν πράγματι πολύ μνημειώδης, θα έπρεπε να είχε κίονες με διάμετρο αρκετά μεγαλύτερη των δύο μέτρων και μεταξόνια μεγαλύτερα των πέντε και θα ήταν συγκρίσιμος πολύ περισσότερο με τον ναό του Διός στην Ολυμπία, παρά με τον κλασικό Παρθενώνα. Στον τελευταίο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Το μεγάλο πλάτος του και η χρήση οκτώ αντί έξι κιόνων στις προσόψεις είναι το αποτέλεσμα πολύ τολμηρών αλλά και συμβιβαστικών αποφάσεων: επαναστατική αύξηση του εσωτερικού χώρου, ακόμη και εις βάρος του χώρου των πλευρικών πτερών, και κατά το δυνατόν μεγίστη αναχρησιμοποίηση σπονδύλων που είχαν ήδη προετοιμασθεί για έναν αρκετά στενότερο ναό (τον μαρμάρινο Προπαρθενώνα). Η διάκριση των φάσεων Pa I και Pa II επιτρέπει την εξής ιστορική ερμηνεία: Με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας η οικοδόμηση του γιγάντειου Ολυμπιείου, το λαμπρότερο πρόγραμμα της παλαιάς τυραννίας, παύθηκε. Η καλύτερη αντιπαράθεση προς το παυθέν έργο θα ήταν ένα συναφές πρόγραμμα της νεοσύστατης δημοκρατίας: η κατασκευή ενός νέου ναού της Αθηνάς επάνω στην Ακρόπολη, που θα αντικαθιστούσε τον παλαιότερο από τους δύο αρχαϊκούς ναούς, αυτόν με τα πώρινα αετώματα της εποχής του Πεισιστράτου. Το νέο έργο θα απαιτούσε την αναβίβαση χιλιάδων λίθων, βάρους 2-15 τόνων, από τα πειραϊκά λατομεία, τα οποία βεβαίως ήσαν σε ετοιμότητα λόγω του γιγάντειου Ολυμπιείου. Το νέο έργο, του οποίου η έναρξη δύναται να τοποθετηθεί περίπου στο τέλος του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, προόδευσε με εξαιρετικούς ρυθμούς. Για τον στερεοβάτη πρέπει να μεταφέρθηκαν από τον Πειραιά έως την Ακρόπολη σχεδόν δέκα χιλιάδες λίθοι βάρους δύο τόνων. Η απόσταση ήταν δέκα χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα πρώτα σε λίαν υποχωρητικό έδαφος και τα τελευταία σε πολύ ανηφορικές οδούς. Πριν από την εμφάνιση του περσικού κινδύνου, η πρώτη βαθμίδα της κρηπίδος ήταν στη θέση της μαζί με ένα μεγάλο μέρος της δεύτερης. Η μεταφορά σπονδύλων (βάρους κατά πολύ άνω των δέκα τόνων!) δεν είχε αρχίσει ακόμη. Μετά την επιτυχία του Μαραθώνα το έργο συνεχίσθηκε, αλλά μόνον αφού υπέστη μια πολύ σοβαρή αναθεώρηση. Η αλλαγή αυτή δεν πρέπει να το εζημίωσε, αλλά μάλλον να το ωφέλησε. Αντί πώρου προτιμήθηκε το εξοχότερο υλικό, το μάρμαρο, οι διαστάσεις όμως έπρεπε να μειωθούν, ώστε να αντισταθμίζονται ορισμένες φυσικές και οικονομικές διαφορές των δύο υλικών και να καθίσταται τεχνικώς εφικτή η εντός ευλόγου χρόνου περάτωση. Ο περιορισμός των διαστάσεων ευνοούσε και την ανετώτερη συνύπαρξη του νέου κτηρίου με ένα μικρό ιερό που υπήρχε ήδη στη βόρεια πλευρά του (βλ. κεφ. 8). Το νέο έργο πρέπει να παύθηκε ήδη το 485 π.Χ. και όχι το 480 π.Χ. Με τον θάνατο του Δαρείου (485 π.Χ.) και την άνοδο του Ξέρξη στον περσικό θρόνο, μια νέα πολύ μεγαλύτερη πολεμική απειλή έγινε αμέσως φανερή. Η Αθήνα αντέδρασε με μια αλλαγή κυβερνήσεως (Θεμιστοκλής) και με άμεση εφαρμογή ενός αμυντικού προγράμματος (πειραϊκές οχυρώσεις, λιμενικά έργα, ναυπήγηση στόλου) για το οποίο θα πρέπει να εξοικονομήθηκε κάθε δυνατό μέσον. Το πολυδάπανον έργο της ναοδομίας δεν θα ήταν δυνατόν να συνεχίζεται... μέχρι την ημέρα που οι Πέρσες θα έκαιαν την Ακρόπολη. Από τις υπάρχουσες άφθονες υλικές μαρτυρίες υπολογίζεται ότι στο μικρό χρονικό διάστημα των εργασιών στον μαρμάρινο Προπαρθενώνα το τεράστιο έργο της κρηπίδος ήταν έτοιμο μαζί με το βαρύτερο μέρος των κιόνων. Εκατοντάδες σπόνδυλοι ήσαν έτοιμοι στα λατομεία και μερικά κιονόκρανα είχαν ήδη μεταφερθεί στην Ακρόπολη. Έτοιμοι για τοποθέτηση ήσαν ακόμη οι ορθοστάτες και πολυάριθμοι άλλοι λίθοι των τοίχων. Η διάκριση των φάσεων Pa I και Pa II ικανοποιεί εκτός των άλλων και αυτό που θα έλεγε κανείς ποσοτική εκτίμηση του συντελεσθέντος έργου: χωρίς αυτήν θα ήταν ακόμη πιο δυσεξήγητη η εκτέλεση τόσο μεγάλου ολικού έργου –γιγάντειος στερεοβάτης και ημιτελής μαρμάρινος ναός– σε τόσο λίγο χρόνο! Τα ως άνω δεν προκαλούν σοβαρή σύγκρουση προς τη χρονολόγηση που επέτυχε ο Dinsmoor. Η διαφορά των δέκα ετών δεν είναι έξω από τα όρια ακριβείας της στρωματογραφικής χρονολογήσεως.
3. ΟΙ ΕΠΙΧΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΜΩΝΕΙΟΝ
Η εν επαφή προς τον στερεοβάτη του Παρθενώνος αρχαία επίχωση παρουσίαζε, όπως πρώτος είχε διαπιστώσει ο Ε. Ziller (1865), μια επαναλαμβανόμενη διαδοχή τριών στρωμάτων σε αντιστοιχία προς τις ισχυρές λίθινες στρώσεις του ιδίου του στερεοβάτου. Το ένα, κυανίζουσα λατύπη, από το κόψιμο του βράχου εντός του οποίου γινόταν η θεμελίωση των βορειοτέρων λίθων εκάστης στρώσεως, το άλλο, κίτρινη λατύπη, από τη μετά την τοποθέτηση ενιαία κατεργασία της άνω επιφανείας εκάστης στρώσεως και, τέλος, το τρίτο, σκοτεινής αποχρώσεως, ήταν μια χωμάτινη συμπλήρωση του πάχους των προηγουμένων (χρήσιμη και για τη διευκόλυνση της εργασίας των οικοδόμων κατά τη διάρκεια της τοποθετήσεως των λίθων εκάστης νέας στρώσεως).Οι επιχώσεις αυτές, αναπόφευκτες λόγω των μεγάλων ποσοτήτων της απορριπτόμενης λατύπης αλλά και αναγκαίες ως βοηθητικές, συνεχώς ανυψούμενες επιφάνειες εργασίας, έγιναν ταυτοχρόνως με τον στερεοβάτη σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε κατασκευασθεί (εκτός, ίσως, από ένα μέρος της βάσεώς του) το ισχυρό νότιο τείχος της Ακροπόλεως, το λεγόμενο Κιμώνειον. Τούτο δηλώνει η από βορράν προς νότον ανάπτυξή των και η ισχυρή κατωφερική απόληξή των, η οποία ως μόνα αντερείσματα είχε τα χαμηλά κατάλοιπα του μυκηναϊκού τείχους και κάποιους προσωρινούς αναλημματικούς τοίχους, κατασκευασμένους ειδικώς γι' αυτόν τον σκοπό. Με την κατασκευή του Κιμωνείου (466 π.Χ.), νέα στρώματα προστέθηκαν επάνω στα παλαιά, αυτή τη φορά με κατεύθυνση και κλίση από νότον προς βορράν. Τέλος, άλλα, πολύ εκτενέστερα και μεταγενέστερα στρώματα, σύγχρονα προς τον κλασικό Παρθενώνα επικάλυψαν τόσον εκείνα του Προπαρθενώνος όσον και εκείνα του Κιμωνείου τείχους. Τα στρώματα αυτά, με μέσο πάχος τριών μέτρων, περιέχουν τα κτισμένα με λίθους του Προπαρθενώνος θεμέλια ενός μεγάλου εργαστηρίου και απολήγουν στις πέντε ανώτατες στρώσεις πωρόλιθων του νοτίου τείχους, οι οποίες αποτελούν μια ιδιαίτερη ιστορική φάση του, την περίκλεια υπερύψωση. Η περίκλεια υπερύψωση διακρίνεται από το καθαυτό κιμώνειον μέρος επειδή παρουσιάζει και μια εξαιρετική αύξηση του πάχους (βλ. Εικόνα 1). Με αυτή τη μορφή εκτείνεται έως τη ΝΑ γωνία και με σταθερή πάντα οριζόντια στάθμη συνεχίζεται στην ανατολική πλευρά. Εκεί γίνεται καλύτερα ορατό ένα πρόβλημα: για την επίτευξη κανονικής ισοπεδώσεως έως την οριζόντια λαξευμένη στάθμη του βράχου παρά τη ΒΑ γωνία της Ακροπόλεως («μπελβεντέρε») θα έπρεπε να έχει το τείχος άλλες επτά στρώσεις πάχους μισού και πλέον μέτρου (μη συμπεριλαμβανομένου του στηθαίου). Ωστόσο, η έλλειψη αυτή δεν οφείλεται σε κάποια παλαιότερη καταστροφή του άνω μέρους του. Στην ανατολική πλευρά, η ανώτερη σωζόμενη στρώση είναι ακατέργαστη και ποτέ δεν ετοιμάσθηκε για να δεχθεί την επόμενη (το τμήμα που κατέρρευσε το 1703 –και αναπληρώθηκε μετά το 1750 με νεώτερη κατασκευή– δεν διέφερε από το σωζόμενο). Η διακοπή της περαιτέρω υψώσεως του τείχους είχε ως αποτέλεσμα να μείνει ατείχιστο το υψηλότερο μέρος του βράχου, δηλαδή ένα αρκετά μεγάλο μέρος της ανατολικής πλευράς της Ακροπόλεως. Από την ως άνω παρατήρηση, από διάφορες λεπτομέρειες της στρωματογραφίας που μελέτησε ο Ross, από την κατεργασία της ευθυντηρίας του Παθενώνος στα ανατολικά και τα νότια και από τη στάθμη της ευθυντηρίας του βορείου τείχους στα ΒΑ του Παρθενώνος, συμπεραίνεται ότι η κατασκευή του νοτίου και του ανατολικού τείχους είναι για κάποιους λόγους ημιτελής. Η αρχική πρόθεση ήταν να διαμορφωθεί ενιαία επίπεδη επιφάνεια στο ύψος της ευθυντηρίας του ναού (με ελαφρότατη μόνον κλίση περίπου 1% για τα όμβρια), σε όλη την έκταση στα νότια, τα ανατολικά και τα βορειοανατολικά του Παρθενώνος μέχρι το τείχος. Για την πλήρη πραγματοποίηση του σχεδίου θα έπρεπε να προστεθούν στο άνω μέρος του τείχους άλλες επτά στρώσεις (σχεδόν 4 μ.). Το απραγματοποίητον αυτού του σχεδίου ήταν αντιληπτό και στον Dorpfeld, τουλάχιστον για τη νότια πλευρά (όπως δηλώνει μια διακεκομμένη γραμμή στις σχετικές σχεδιαστικές τομές του νοτίου τείχους) και θα πρέπει να ήταν επίσης εύλογο για τον Π. Κάλκο (ο οποίος εσχεδίασε το μουσείο με το δώμα του ακριβώς υπό τη στάθμη της ευθυντηρίας του Παρθενώνος). Οι λόγοι που προκάλεσαν την αναβολή ή ίσως τη ματαίωση του αρχικού σχεδίου των εδαφικών διαμορφώσεων στα νότια και τα ανατολικά του Παρθενώνος δεν είναι, φυσικά, γνωστοί. Πιθανότεροι, όμως, είναι οι εξής:
]
4. ΤΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΤΕΙΧΟΣ (Εικόνα 9)
Ένα από τα σπουδαιότερα ευρήματα της ανασκαφής στα νότια του Παρθενώνος ήταν και το μυκηναϊκό τείχος. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του βρέθηκε σε διάφορες θέσεις μέσα από το νότιο τείχος. Ακόμη και στην περιοχή που κατά την εποχή της ανασκαφής ήταν ήδη (από εικοσαετίας) κατειλημμένη από το μουσείο έγινε δυνατή η παρακολούθηση της πορείας του τείχους μετά από προσωρινή αφαίρεση του πατώματος μερικών αιθουσών της βόρειας πλευράς του και με προσεκτικές ανασκαφές μεταξύ των θεμελίων του. Μόνον κάτω από τις αίθουσες της νότιας πλευράς δεν ήταν δυνατόν να επαναληφθεί η ίδια εργασία, επειδή εκεί τα θεμέλια του μουσείου φέρονται σε αρχαίες επιχώσεις των οποίων το βάθος είναι, λόγω της κατωφέρειας του βράχου, πολύ μεγάλο. Εις ό,τι αφορά στη διαδρομή του τείχους, αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ αυτή γενικώς συμπίπτει με τα απόκρημνα όρια του βράχου, στην περιοχή του μουσείου παρουσιάζει μια ισχυρότατη υποχώρηση προς τα μέσα, με αποτέλεσμα αφενός να έχει αποβεί μεγαλύτερο το μήκος και, επομένως, το έργο της τοιχοδομίας και αφετέρου να έχει απομείνει ατείχιστη μια βατή επιφάνεια εκτάσεως μερικών εκατοντάδων τετραγωνικών μέτρων. Η μορφή αυτή θα ήταν ανεξήγητη εάν στο βαθύτερο μέρος της μεγάλης αυτής εσοχής του τείχους δεν είχε υπάρξει κάποτε μια πύλη. Ως γνωστόν, η τοποθέτηση των πυλών στο βάθος μεγάλων προαυλίων ή διαδρόμων ήταν ένα από τα τυπικά μέσα για την επαύξηση της αμυντικής των ικανότητος. Δυστυχώς, στη θέση όπου θα ήταν πιθανότερη η ύπαρξη αυτής της πύλης, η αρχαιολογική και ειδικότερα η σχεδιαστική τεκμηρίωση υπήρξε κατά την ανασκαφή λίαν ανεπαρκής λόγω εμποδίων που έθεταν τα θεμέλια του μουσείου και οι υποκείμενες επιχώσεις αλλά και λόγω κακής διατηρήσεως του ιδίου του τείχους. Επομένως, η πύλη αυτή –όπως παρουσιάζεται σε σχέδια του J.A. Bundgaard και σε μερικά σχέδια του γράφοντος (βάσει των οποίων και το ομοίωμα της Ακροπόλεως κατά την αρχαϊκή εποχή, στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως)– είναι υποθετική αλλά, πάντως, πολύ πιθανή. Για την ύπαρξή της υπάρχουν, άλλωστε, και άλλες ενδείξεις: βραχότμητες βαθμίδες ακριβώς επάνω από το θέατρο μερικά μέτρα δυτικότερα από τον άξονά του, ένας τοίχος προγενέστερος του θεάτρου ανερχόμενος προς τις βραχότμητες βαθμίδες και, τέλος, η οδός που περιβάλλει από τα νότια και δυτικά το ιερό του Διονύσου, της οποίας η καμπύλη διαδρομή αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι αυτή (η οδός) είναι προγενέστερη του λοιπού ρυμοτομικού συστήματος της νότιας κλιτύος. Η πορεία της, αφενός προς το βράχο, με πρώτο σταθμό την αρχαία κρήνη, αφετέρου προς το Ολυμπιείον, μάλιστα με ελιγμούς που χαρακτηρίζουν ατραπούς επί ανωμάλου εδάφους, δεν πρέπει να είναι τυχαία. Ίσως αποτελεί και αυτή μια ανάμνηση από την προϊστορική Αθήνα που, κατά τον Θουκυδίδη, το ένα μέρος της ήταν στην περιοχή του Ολυμπιείου και το άλλο, η πόλις, επάνω στον βράχο. Στο σημείο αυτό ας τονισθεί ότι το μέσον της νότιας πλευράς του βράχου ήταν κάποτε εξίσου, αν όχι περισσότερο, βατό από όσο ήταν η δυτική πλευρά. Τούτο δεν είναι σήμερα εύκολα αντιληπτό επειδή η αρχική μορφή του βράχου καλύπτεται από τις γιγάντειες επιχώσεις του 5ου αιώνα ή έχει εξαλειφθεί κατά τους εκβραχισμούς του 4ου και του 3ου αι. π.Χ. Η εύλογη υπόθεση της νοτίας προσβάσεως συνδυάζεται επίσης αρμονικά με τον μεγάλο αριθμό και τη συγκέντρωση προϊστορικών τάφων στη μεταξύ Ασκληπιείου και στοάς Ευμενούς περιοχή. Συνδυάζεται επίσης και με τη μορφή της εσωτερικής διαιρέσεως της Ακροπόλεως σε τεμένη, και ειδικότερα με την πορεία της κεντρικής οδού, η οποία έχει τη μορφή τόξου, με το ένα άκρο κατευθυνόμενο δυτικά και το άλλο κατευθυνόμενο νοτιοανατολικά. Η βαθμιαία αυξανόμενη δεξιά απόκλιση των αξόνων από τα Προπύλαια στο τέμενος της Αθηνάς, εν συνεχεία στο τέμενος του Διός και από το τελευταίο στο τέμενος του Πανδίωνος είναι αποτέλεσμα της συμμορφώσεως αυτών των τεμενών και των αξόνων των προς την τοξωτή (πολυγωνική) κάτοψη της οδού. Με τη σειρά της, η τοξωτή αυτή μορφή φαίνεται ότι είναι ένα επιβίωμα της αρχικής εκείνης οδού που, περνώντας από τη ράχη του βράχου, υπηρετούσε την πρόσβαση τόσο από τα δυτικά όσον και από τα νότιο-νοτιοανατολικά. Οι ενδείξεις που εκτέθηκαν πιο πριν δείχνουν ότι με την οικοδόμηση του μυκηναϊκού τείχους τον 13ο αι. π.Χ. η παλαιά νοτιοανατολική πρόσβαση δεν καταργήθηκε αλλά διατηρήθηκε. Η κακή διατήρηση του μυκηναϊκού τείχους θέτει ένα από τα σοβαρότερα ζητήματα. Σε πολλά σημεία του η καταστροφή είναι τόσο μεγάλη, ώστε να απομένουν μόνον μερικές πέτρες ή απλώς ίχνη στο βράχο. Τούτο όχι μόνον εκεί όπου το τείχος ήταν εκτεθειμένο και όπου άλλες κατασκευές έπρεπε να καταλάβουν τη θέση του (π.χ. στο προαύλιο των Προπυλαίων, στις εδράσεις των νέων τειχών κ.λπ.) αλλά και εκεί όπου ήταν προστατευμένο μέσα στις κλασικής εποχής επιχώσεις. Αλλά θα ήταν ποτέ δυνατόν να φθάσει σε αυτή την κατάσταση εξαιτίας φυσικής ερειπώσεως μόνον; Ο χρόνος από την κατασκευή του μέχρι την κλασική εποχή, δηλαδή σχεδόν 8 αιώνες, είναι ελάχιστος εάν μετρηθεί με την αντοχή των τειχών τέτοιου είδους, η οποία είναι προφανής στις Μυκήνες ή στην Τύρινθα. Αυτά τα κτίσματα δεν ερειπώνονται τόσο εύκολα. Η καταστροφή των τειχών της Ακροπόλεως είναι ανθρώπινο έργο, όπως και η κατασκευή των. Αλλά τίνος; Όχι, πάντως, των Περσών! Η ΝΔ γωνία του στερεοβάτου του Παρθενώνος τέμνει σε ένα σημείο και επικαλύπτει την ερειπωμένη εσωτερική παρειά του μυκηναϊκού τείχους και ο αναλημματικός τοίχος (γνωστός ως S2) των επιχώσεων στα νότια του στερεοβάτου εδράζεται σε προγενεστέρως κατεστραμμένο μέρος του μυκηναϊκού τείχους και, το σπουδαιότερο, δεν είναι κτισμένος με λίθους αυτού του τείχους. Επομένως, το τείχος ήταν ήδη σε αυτή την κατάσταση πριν από την έλευση των Περσών. Εάν, αντιθέτως, η καταστροφή του ήταν έργο των Περσών, θα έπρεπε ο στερεοβάτης του Παρθενώνος να είναι έργο των μετά τα Περσικά χρόνων, αλλά, κατά τη στρωματογραφική χρονολόγηση, ο στερεοβάτης δεν είναι οψιμότερος του 490 π.Χ. Στο σημείο αυτό ας αναφερθεί και η σχετική γνώμη του Ο. Walter: αν το μυκηναϊκό τείχος ήταν σε καλή κατάσταση, ο δελφικός χρησμός δεν θα είχε προκαλέσει το γνωστό δίλημμα στους Αθηναίους. Η διπλή ερμηνεία του θα ήταν δυνατή μόνον εάν το τείχος ήταν πολύ κατεστραμμένο, ώστε στον διαθέσιμο χρόνο να μην είναι δυνατή η επισκευή του με λίθους, αλλά μόνον με ξύλα... Και φυσικά οι χρησμοδότες δεν αγνοούσαν μια κατάσταση που ήταν ήδη γνωστή σε όλους. Απομένει λοιπόν μόνον η δυνατότης να έχουν καταστραφεί τα τείχη από εισβολείς (αν και υποτίθεται ότι οι Δωριείς δεν κατέλαβαν ποτέ την Ακρόπολη) ή προληπτικώς από τους ίδιους τους Αθηναίους μετά από μια αλλαγή του πολιτικού συστήματος (της βασιλείας π.χ. ή της τυραννίας) για την αποτροπή μιας ανεπιθύμητης επανίδρυσής του.
]
5. ΑΡΧΑΙΟΣ ΝΕΩΣ (Εικόνες 10 και 11)
Το επίπεδο των γνώσεων για την τοπογραφία της Ακροπόλεως στα 1871 παρουσιάζεται με τον καλύτερο τρόπο σε έναν από τους πίνακες που συνοδεύουν το σχετικό με τον Παρθενώνα σύγγραμμα του Α. Michaelis. Άξιον προσοχής σε αυτό το σχέδιο είναι ότι ο Michaelis επισημαίνει στα νότια του Ερεχθείου το περίγραμμα του γνωστού σήμερα θεμελίου του αρχαίου νεώ, με τον χαρακτηρισμό «άνδηρον της Αθηνάς», πολύ πριν από την επίσημη αποκάλυψή του ως θεμελίου ναού. Η αποκάλυψη αυτή έγινε δυνατή μόνον το 1885, όταν άρχισε η Μεγάλη Ανασκαφή. Όπως αναφέρθηκε ήδη, εκείνος που πρώτος επρόσεξε το θεμέλιο (πριν ακόμη ανασκαφεί κανονικά) και κατέληξε στην ορθή ερμηνεία του ήταν ο Dorpfeld. Η σύντομη μελέτη που δημοσίευσε τότε (1885 και 1886) στο περιοδικό του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου απέδειξε ότι στο θεμέλιο αυτό έστεκε κάποτε ο φιλολογικώς μαρτυρημένος αρχαίος νεώς της Αθηνάς και προσέφερε στην επιστήμη μια αδρομερή αλλά καθ' όλα ορθή σχεδιαστική αποκατάσταση της αρχικής μορφής του (Εικόνες 10 και 11). Η μελέτη αυτή διατηρεί ακόμη αμείωτη την αξία της. Τις πρώτες σύντομες ανακοινώσεις για την αρχιτεκτονική του αρχαίου νεώ ακολούθησαν και άλλες (1887 κ.έ.), για τα φιλολογικά θέματα τα σχετικά με την ιστορία και τη λειτουργία των ναών της Αθηνάς. Κύριες θέσεις του Dorpfeld για την ιστορία του αρχαίου νεώ ήσαν οι εξής: ο ναός απέκτησε την πλήρη μορφή του επί Πεισιστράτου και επί Πεισιστρατιδών (πριν ήταν ένας απλός σηκός με προστάσεις), καταστράφηκε από τους Πέρσες, επισκευάσθηκε το 479 π.Χ., η περίστασίς του κατεδαφίσθηκε επί Κίμωνος, ο σηκός έπαθε βλάβες από πυρκαγιά το 406 π.Χ., αλλά επισκευάσθηκε και διατηρήθηκε έως τους μέσους χρόνους. Η δημοσίευση της περίφημης επιγραφής IGII2 3-4 («επιγραφή του εκατομπέδου») από τον Η. Lolling το 1890 αναθεωρούσε σε κάποιο βαθμό τις θέσεις του Dorpfeld, ο οποίος σε ένα επόμενο άρθρο του υπεστήριξε ότι ο αναφερόμενος από την επιγραφή ναός πρέπει να ήταν το ανατολικό μέρος του αρχαίου νεώ. Έκτοτε, οι θέσεις αυτές επανεξετάσθηκαν πολλές φορές και αναθεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Ο ναός δεν χρονολογείται πια στην εποχή του Πεισιστράτου αλλά των Πεισιστρατιδών και η μετά τα Περσικά διατήρησή του γίνεται δεκτή μόνον για το δυτικό μέρος του σηκού (Dinsmoor, 1932). Ο ναός ήταν δωρικού ρυθμού με 6x12 κίονες, πώρινος, με μαρμάρινα αετώματα.
Ο Αρχαίος Νεώς ήταν, ασφαλώς, ένα λαμπρό αρχιτεκτονικό έργο του απερχομένου 6ου αιώνα με έξοχη γλυπτική κόσμηση. Οι κίονές του ήσαν κατά 1/5 μικρότεροι των κιόνων του Παρθενώνος και, ωστόσο, είχαν πολύ μεγαλύτερα κιονόκρανα: 2.26x2.26 μ. έναντι 2.00x2.00 μ.! Τα κιονόκρανα αυτά, λόγω θέσεως και μεγέθους, πρέπει να προκαλούσαν μεγάλη εντύπωση. Καθώς ήσαν πολύ πλατύτερα από το επιστύλιο, μεγάλο μέρος των εξείχε ακάλυπτο ως εξώστης (Εικόνα 11). Ο θριγκός του ναού είχε την ίδια σχεδόν κλίμακα με τον θριγκό του Παρθενώνος, οι μετόπες του, όμως, ήσαν απλές επίπεδες πλάκες (υμήττειο μάρμαρο). Το βαρύ οριζόντιο γείσο ήταν το τελευταίο προς τα άνω πώρινο μέρος του ναού. Στα αετώματα, εκτός από τα γλυπτά και τα καταέτια γείσα, μαρμάρινα ήσαν και ολόκληρα τα τύμπανα. Μαρμάρινη επίσης ήταν και η πλούσια διακοσμημένη επαετίς (Εικόνα 11). Το μάρμαρο των προαναφερθέντων μερών είχε εισαχθεί από την Πάρο. Τέλος, η κορινθιακού τύπου κεράμωση του ναού ήταν επίσης μαρμάρινη, αλλά από υλικό προερχόμενο από τα καλύτερα λατομεία του Υμηττού. Για την αρχιτεκτονική και την κόσμηση των προστάσεων υπάρχουν πάντα πολλές απορίες. Η υπόθεση του Schrader, ότι ο σηκός διέθετε ιωνική ζωφόρο στην οποία πρέπει να αποδοθεί το ανάγλυφο αρ. 1342 του Μουσείου Ακροπόλεως και κάποια συνανήκοντα μικρότερα τεμάχια, είναι κατά πάσαν πιθανότητα ορθή αλλά προς το παρόν δεν αποδεικνύεται. Ένα, πάντως, φαίνεται βέβαιον: το ιωνικό κιονόκρανο στο οποίο στηρίχθηκε μια φορά η υπόθεση ιωνικής περιστάσεως (Penrose) και μια φορά η υπόθεση ιωνικών προστάσεων (Schrader) είναι πολύ μεγάλο για τις διαστάσεις αυτού του ναού (βλ. κεφ. 6). Η αναχρησιμοποίηση του υλικού του ναού στην κατασκευή του βορείου τείχους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τα γνωστά τμήματα του θριγκού εμφανίζονται σε δύο γειτονικές θέσεις και έχουν μήκος μερικών μόνον επιστυλίων. Κατά τον Penrose, που πρώτος τα σχεδίασε και τα μελέτησε με προσοχή, τα τμήματα αυτά είναι μόνον κατάλοιπα του αρχικού συνόλου. Το σύνολο αυτό ήταν συνεχές, χωρίς διακοπές και στη θέση της βόρειας πυλίδος του τείχους σχημάτιζε και αυτό γωνία, όπως το τείχος, συνεχιζόμενο με δύο ακόμη επιστύλια. Κατά τη βόρεια πλευρά θα παρουσίαζε το μήκος που είχε και επάνω στον ναό. Η εκλογή της θέσεως και του μήκους ως και η χρησιμοποίηση της γωνιακής θλάσεως του τείχους θα πρέπει να είχαν ως αποτέλεσμα μια λίαν επαρκή αναπαραγωγή της γενικής εντυπώσεως που κάποτε παρείχε ο ναός σε όσους ατένιζαν την Ακρόπολη από το μέρος της Αγοράς (Εικόνα 23). Ένα άλλο σπουδαίο σύνολον, το οποίο όμως χρησιμοποιήθηκε κατά τελείως διάφορον τρόπο, είναι τα κιονόκρανα. Τοποθετημένα με την άνω επιφάνεια των αβάκων όρθια και εστραμμένη προς τα έξω, εμφανίζονται ως μακρά σειρά ορθοστατών κατά μήκος του ανατολικότερου μέρους του βορείου τείχους (Εικόνα 12). Αλλά και το μέρος που μετά τη σχεδιασμένη διάλυση παρέμεινε στη θέση του, δηλαδή ο στυλοβάτης της περιστάσεως, διατήρησε και επαύξησε μια χρήση που είχε και όταν έφερε κίονες: ιδεώδες βάθρο για την ανίδρυση αγαλμάτων και άλλων αφιερωμάτων. Ένα μέρος αυτού του βάθρου διαλύθηκε αργότερα λόγω της κατασκευής του Ερεχθείου. Οι λίθοι που αφαιρέθηκαν από αυτό χρησιμοποιήθηκαν στη βάση του κτιστού μέρους της μεγάλης κλίμακας στα δυτικά του Παρθενώνος.
6. ΚΕΚΡΟΠΙΟΝ
Το γιγάντειο ιωνικό κιονόκρανο που κάποτε απετέλεσε αφορμή για την υπόθεση ιωνικών κιόνων στον αρχαίο νεώ σώζεται κομμένο σε δύο μέρη. Το ένα, σε καλύτερη κατάσταση, παραμένει στη θέση όπου χρησιμοποιήθηκε ως υλικό δευτέρας χρήσεως στο βόρειο τείχος. Το άλλο, ανασυρμένο από την ίδια περιοχή, απόκειται στα ανατολικά του Ερεχθείου. Το σπάνιο αυτό ιωνικό κιονόκρανο, με πλάτος 2.45 μ., είναι το μεγαλύτερο στην χερσαία Ελλάδα. Ακόμη μεγαλύτερα ήσαν μόνον τα κιονόκρανα των γιγάντειων ιωνικών ναών στη Σάμο και την Έφεσο. Λόγω του μεγέθους του, το κιονόκρανο της Ακροπόλεως πρέπει να αποδοθεί σε αυτοδύναμο ιωνικό κίονα παρόμοιας μορφής και σημασίας προς εκείνους που έστεκαν στο ιερό των Δελφών (σφίγγα των Ναξίων), στο ιερό της Αφαίας και αλλού. Η αναγνώριση της θέσεως αυτού του κίονος στο σημείο όπου ο δυτικός τοίχος του Ερεχθείου παρουσιάζει στο νότιο άκρον του μεγάλες αδρολαξευμένες εγκοπές πρέπει να θεωρείται βεβαία. Οι εγκοπές αυτές έγιναν για να μη θιγεί μια προϋπάρχουσα κατασκευή, της οποίας οι ίδιες (οι εγκοπές του τοίχου) παριστούν το αρνητικό (ή συμπληρωματικό) σχήμα (ανάλογα φαινόμενα έχουν διαπιστωθεί στη νότια πλευρά της βαρείας προστάσεως, στο θεμέλιο της ανατολικής πλευράς και σε άλλα σημεία). Η μορφή και το είδος αυτής της κατασκευής προδίδεται, λοιπόν, από την ιδιαίτερη μορφή των επάλληλων εγκοπών. Προδίδεται επίσης και από λαξεύσεις στον υποκείμενο βράχο, οι οποίες μαρτυρούν την κάτοψή της. Ήταν ένα τετράγωνο βάθρο διαστάσεων περίπου 2x2 μ., κτισμένο με επαλλήλους λαξευτούς λίθους, των οποίων οι κατευθύνσεις και τα ύψη εύκολα υπολογίζονται με τη βοήθεια μιας αναλυτικής μελέτης των εγκοπών. Το κατασκεύασμα αυτό είναι σε όλη την περιοχή Κεκροπίου και Πανδροσείου το μόνο που θεμελιώθηκε τόσο βαθιά, ώστε να φθάσει στο βράχο απαιτώντας μάλιστα και την εξομάλυνσή του. Τέτοια θεμέλια, όμως, σε τέτοιο βάθος, μόνον για κτήρια δικαιολογούνται ή υψηλούς πεσσούς και κίονες. Συνεπώς, η συσχέτιση του μεγάλου κίονος και του θεμελίου στο Κεκρόπιον είναι εύλογη. Από τις διαστάσεις του κιονόκρανου το ύψος του μνημείου εκτιμάται σε 10, περίπου, μέτρα (Εικόνα 13). Από τα τεχνικά χαρακτηριστικά του ευρήματος συνάγεται ότι το βαθύ θεμέλιο του κίονος ήταν πώρινο σε άμεση επαφή προς τον ναό. Κατά την περσική επιδρομή και την καταστροφή του ναού, ο κίων κατέπεσε (ή κατερρίφθη), ασφαλώς προς τα ανατολικά (φυσικά, το Ερεχθείο δεν υπήρχε ακόμη). Τα τεμάχια του κιονόκρανου χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στην κατασκευή του τείχους σε μικρή απόσταση προς τα βορειοανατολικά. Επιφάνειες αφημένες ημίεργες, άτμητοι οικοδομικοί αγκώνες και ημιτελή κυμάτια σε όλο το ύψος του δυτικού τοίχου του Ερεχθείου, ακριβώς επάνω από το θεμέλιο του κίονος κάνουν περίπου βέβαιον ότι στη θέση αυτή κάτι εμπόδιζε την κανονική εκτέλεση των εργασιών που συνήθως γίνονται μετά την τοποθέτηση των λίθων. Το «εμπόδιο» αυτό πρέπει να έφθανε τουλάχιστον έως τα επιστύλια. Η συγκέντρωση αυτών των φαινομένων σε μια κατακόρυφη ζώνη εκεί όπου προ των Περσικών πρέπει να έστεκε ο κίων επιτρέπει το συμπέρασμα ότι μετά τα Περσικά στήθηκε πάλι στην ίδια θέση ένα μνημείο –πεσσός, κίων ή στήλη (Εικόνες 14 και 23)– το οποίο ήταν εκεί όταν άρχισε να κτίζεται πολύ κοντά του το Ερέχθειον.
7. «ΚΤΗΡΙΟΝ Η» ή «ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ» (Ο ναός με τα μεγάλα πώρινα αετώματα, Εικόνα 19).
Το 1888 η ανασκαφή προχωρούσε ήδη στο νότιο μέρος της Ακροπόλεως αποκαλύπτοντας –εκτός από τα προαναφερθέντα αρχαία τεχνικά έργα (επιχώσεις, αναλημματικοί τοίχοι, θεμέλια εργαστηρίου)– αναρίθμητα θραύσματα πώρινων γλυπτών αλλά και αρχιτεκτονικών μελών. Τα ευρήματα αυτά, έστω και αποσπασματικά, μαζί με μερικά που βρέθηκαν και σε άλλα σημεία της Ακροπόλεως, καθιστούσαν για πρώτη φορά δυνατή τη γνώση μιας τοπικής αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, προγενέστερης του αρχαίου νεώ. Η ταξινόμηση των θραυσμάτων βάσει της αρχιτεκτονικής κλίμακας ή των τεχνοτροπικών γνωρισμάτων των κατέληξε στον καταρτισμό ομάδων που η καθεμία έπρεπε να ανήκει και σε ένα διαφορετικό κτήριο ή καλλιτεχνικό σύνολο. Η αναζήτηση της θέσεως όλων αυτών των κτηρίων οδηγούσε σε δικαιολογημένη αμηχανία. Η πρώτη σκέψη που έρχεται στον νου είναι ότι με τη γενική αναμόρφωση της Ακροπόλεως κατά τον 5ο αιώνα θα πρέπει να έχουν εξαλειφθεί ή να έχουν καταστεί απρόσιτες πλείστες μαρτυρίες της αρχικής μορφής και ειδικότερα της θέσεως των αρχαϊκών κτισμάτων. Εύλογη ήταν, λοιπόν, η εκλογή συμβατικών ονομασιών για τα κτήρια τα μαρτυρούμενα μόνον από κινητά ευρήματα: «κτήριον Α», «κτήριον Β», «κτήριον C» κ.ο.κ. Ένα από αυτά, το «Η» (Εικόνα 15) συγκέντρωσε εξαρχής ιδιαίτερη προσοχή λόγω του μεγάλου μεγέθους του. Το μοναδικό αυτό μέγεθος, άλλωστε, καθιστούσε βέβαιον ποια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και ποια γλυπτικά θα έπρεπε να συνανήκουν: θραύσματα πολύ μεγάλων πώρινων γλυπτών (ο «τρισώματος δαίμων», «Ηρακλής και Τρίτων», μεγάλοι όφεις κ.λπ.), θραύσματα κιονόκρανων με λίαν πεπλατυσμένο εχίνο και υπολογιζόμενες διαστάσεις περίπου 1.80x1.80 μ., θραύσματα σπονδύλων αναλόγου μεγέθους και τρία μεγάλα επιστύλια, ενσωματωμένα στην εξωτερική πλευρά του νοτίου τείχους. Τα επιστύλια αυτά, που ήσαν πάντα ορατά, τα είχε αποδώσει παλαιότερα ο Dorpfeld στον αρχαίο νεώ αδιακρίτως, μολονότι έχουν μικρότερο μήκος και μεγαλύτερο ύψος. Τη διαφορά του ύψους είχε προσέξει παλαιότερα μόνον ο Penrose. Αλλά εκτός αυτών υπάρχει και μια άλλη γενικότερη διαφορά: στο «κτήριο Η» χρησιμοποιήθηκε ο σκληρότερος ακτίτης, στον αρχαίο νεώ ένας μέσης σκληρότητας πωρόλιθος. Η μελέτη αυτού του υλικού από τον Wiegand δημοσιεύθηκε το 1904. Εν τω μεταξύ, όπως αναφέρθηκε ήδη, ο Dorpfeld είχε απορρίψει τη θεωρία του περί μεταπερσικής χρονολογήσεως του Προπαρθενώνος και υπεστήριζε, ακολουθούμενος και από άλλους, την παλαιά κλασική θεωρία του Leake και του Ross. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η ύπαρξη ακόμη παλαιότερων ναών στην ίδια θέση θα ηδύνατο και πάλιν να θεωρηθεί, για λόγους ιστορικής συνεχείας, πολύ πιθανή. Αναζητώντας, ωστόσο, ο Wiegand τη θέση του «κτηρίου Η», δεν έλαβε σοβαρά υπ' όψιν του ως πιθανή την καλυπτόμενη από τον Παρθενώνα έκταση και, ελλείψει άλλων καταλλήλων θέσεων, υπεστήριξε την άποψη ότι ο ναός έπρεπε να έχει υπάρξει, ως αυτοτελές κτήριο, ακριβώς στη θέση του σηκού του αρχαίου νεώ: ότι, δηλαδή, είχε αποτελέσει παλαιότερη φάση του αρχαίου νεώ, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, διατηρήθηκε και στην τελική μορφή. Η τελική αυτή μορφή επιτεύχθηκε, υποστηρίζει ο Wiegand, με απλή προσθήκη περιστάσεως στον άνευ περιστάσεως παλαιότερο ναό («κτήριον Η») και με κάποια μετατροπή του τελευταίου, κατά την οποία αφαιρέθηκαν ως άχρηστα τα πώρινα αετώματα και αυξήθηκε το ύψος του. Με αυτή τη θεωρία ερμήνευε ο Wiegand και την υπάρχουσα ποιοτική διαφορά μεταξύ του θεμελίου της περιστάσεως και του θεμελίου του σηκού. Το πρώτο αποτελείται από μεγάλα τεμάχια λίθου του Καρά, το δεύτερο από μικρότερα τεμάχια λίθου της Ακροπόλεως. Ως προς αυτό το θέμα, πάντως, ο Dorpfeld είχε κάποτε σημειώσει ότι η διαφορά υλικού και τρόπου κατασκευής των δύο θεμελίων θα ήταν δυνατόν να οφείλεται ακόμη και μόνον σε τεχνικούς λόγους. Η αναπαράσταση του «κτηρίου Η» ως διπλού εν παραστάσιν ναού, μήκους περίπου 34 μ., οδήγησε τον Wiegand στην άποψη ότι ο ναός αυτός έπρεπε να είναι το επιγραφικώς μαρτυρημένο «Εκατόμπεδον». Η αναπαράσταση εκείνη ήταν ατυχής κυρίως επειδή τα αετώματα που προέκυπταν δεν ήσαν αρκετά ευρύχωρα για τα μεγαλύτερα από τα πώρινα γλυπτά, δηλαδή για τους λέοντες. Η θεωρία του Wiegand προσεβλήθη το 1922 από τον Ε. Buschor, ο οποίος υπεστήριξε ότι το αποδιδόμενο στο «κτήριο Η» υλικό δεν προέρχεται όλο από τον προκάτοχο του αρχαίου νεώ αλλά και από έναν άλλο ναό, ο οποίος πρέπει να ήταν ένας παλαιότερος πρόδρομος του Παρθενώνος. Τον άλλο αυτό ναό ονόμασε Urparthenon, δηλαδή «πρωταρχικό Παρθενώνα». Αργότερα (1929-33), ο ίδιος ερευνητής, στηριζόμενος σε υλικά μνημειακών κεραμώσεων, προέτεινε την ύπαρξη ενός ακόμη αρχαιότερου ναού στην ίδια θέση. Η θεωρία αυτή δεν έγινε γενικώς δεκτή. Τη θεωρία αποδόσεως του υλικού του «κτηρίου Η» σε δύο κτήρια (Η1 και Η2) υπεστήριξε αργότερα και ο Schrader, ο οποίος δέχθηκε το Η1 ως δίστυλο εν παραστάσιν δωρικό ναό, στη θέση του αρχαίου νεώ (Εικόνα 16) και το κτήριο Η2 ως τρίστυλο εν παραστάσιν δωρικό ναό, στη θέση του Παρθενώνος (Εικόνα 17). Στην πρόταση αυτή οδηγήθηκε από τις μεταξύ των κιονόκρανων, τριγλύφων και άλλων μερών του «κτηρίου Η» διαφορές και από την ποσότητα και το μέγεθος των πώρινων εναετίων γλυπτών, κυρίως των λεόντων. Ιδιαίτερη θέση στη μελέτη του Η. Schrader είχαν ορισμένα γλυπτά αποδιδόμενα σε διαφορετικά ακρωτήρια (τα περισσότερα από αυτά όμως δεν ανήκουν, πραγματικά, στα ακρωτήρια, βλ. κατωτ.). Τα πράγματα έλαβαν νέα τροπή το 1935, όταν ο W.H. Schuchhardt παρουσίασε μια μελέτη που αναφερόταν στην επαετίδα του «κτηρίου Η». Συνέλεξε και μελέτησε εκατοντάδες θραυσμάτων. Συναρμόζοντας θραύσματα μεταξύ των ή εξετάζοντας συνδυασμούς με την παραδοχή ελαχίστων δυνατών κενών μεταξύ θραυσμάτων και χρησιμοποιώντας όλα τα δυνατά κριτήρια (τη φορά των κοσμημάτων, τη φορά της κινήσεως, τα μέτρα κ.λπ., ακόμα και τα στρώματα του μαρμάρου, τα οποία δηλώνουν τη δυνατότητα να ανήκουν δύο θραύσματα στο αυτό μάρμαρο), κατέληξε σε ένα ελάχιστο μήκος για τη μία πλευρά του αετώματος, το οποίο ήταν μεγαλύτερο κι από εκείνο που θα ταίριαζε σε τρίστυλο εν παραστάσιν ναό (όπως είχε προτείνει ο Schrader). Έπρεπε λοιπόν να αναπαρασταθεί το αέτωμα ακόμη μεγαλύτερο. Ωστόσο, χωρίς να δέχεται και τη θεωρία Buschor, αρκέσθηκε μόνον σε μία τροποποίηση της θεωρίας Wiengang, υποστηρίζοντας ότι το «κτήριο Η» –ως προκάτοχος της θέσεως του αρχαίου νεώ– έπρεπε και αυτό να ήταν εξαρχής ένας περίπτερος ναός (Εικόνα 18). Τα γνωστά και πολυσυζητημένα θεμέλια του σηκού και της περιστάσεως του αρχαίου νεώ έπρεπε να ανήκουν, συμπεριλαμβανομένης και της κρηπίδος, στο «κτήριο Η». Όμως τα σωζόμενα, εντοιχισμένα στο νότιο τείχος της Ακροπόλεως επιστύλια (του «κτηρίου Η») είναι κατά το μήκος κάπως μικρότερα από τα εντοιχισμένα στο βόρειο τείχος επιστύλια του αρχαίου νεώ, γι’ αυτό και ο Schchhardt, προκειμένου να φέρει σε συμφωνία τις γενικές διαστάσεις των δύο ναών, υπέθεσε ότι άλλα, μη σωζόμενα επιστύλια του «κτηρίου Η» θα πρέπει να υπήρξαν πολύ μακρύτερα. Τη γνώμη αυτή απέρριψε ο Dinsmoor: η προταθείσα εξίσωση του πλάτους των δύο ναών «υπερβαίνει την... ελαστικότητα του λίθου» (εννοώντας ειρωνικά την ελαστικότητα των επιστημονικών υπολογισμών). Ο ίδιος διαπίστωσε επίσης ίχνη οδοντωτής ξοΐδος στις έδρες των λίθων του θεμελίου σηκού και περιστάσεως του νεωτέρου ναού, ενός εργαλείου του οποίου δεν βρέθηκαν ίχνη στις επαετίδες του «κτηρίου Η», επειδή κατά την πρώιμη εκείνη εποχή το οδοντωτό εργαλείο δεν πρέπει να είχε ακόμη επινοηθεί. Κατ' αυτόν τον τρόπο κατέληξε και ο Dinsmoor στις απόψεις των Buschor και Schrader περί «πρωταρχικού Παρθενώνος» (Urparthenon). Περιέργως, όμως, κατέληξε σε μια τολμηρά... άτολμη αναπαράσταση του ναού, επιθυμώντας να επιτύχει μήκος 100 ποδών ακριβώς. Το αποτέλεσμα είναι τρίστυλες εν παραστάσιν προσόψεις και αετώματα μικρότερης χωρητικότητας από εκείνα που είχε προτείνει ο Schuchhardt. Η θεωρία Dinsmoor δεν έγινε γενικώς αποδεκτή. Από όσες μελέτες ακολούθησαν, σπουδαιότερες για την τεκμηρίωση του υλικού και τη συμβολή τους σε πολλά θεωρητικά ζητήματα είναι εκείνες του Ι. Beyer (1975-1976). Ο Beyer, συνεχίζοντας τις έρευνες του Schuchhardt, κατέληξε στην αναγνώριση των εναετίων του ανατολικού αετώματος, βάσει κριτηρίων τεχνοτροπίας, υλικού και μεγέθους. Η μετάθεση του «κτηρίου Η» ως Urparthenon στη θέση του Παρθενώνος –από τους Buschor, Schrader, Dinsmoor– εξηγούσε καλύτερα το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη και σχεδόν όλα τα γλυπτά του ναού βρέθηκαν μόνο νοτίως του Παρθενώνος και όχι προς το Ερεχθείο. Ένα άλλο φαινόμενο που έτσι εξηγείται πολύ καλύτερα είναι η βίαιη κακοποίηση των γλυπτών των αετωμάτων αμφοτέρων των ναών, μέχρι μετατροπής των σε μικρά τεμάχια. Εάν ο αναζητούμενος ναός ήταν στην ίδια θέση με τον αρχαίο νεώ, η κατεδάφισή του θα έπρεπε να χρονολογηθεί στα 530 π.Χ. περίπου (καθόσον ο νεώτερος ναός ήταν έτοιμος το 520 π.Χ. ή όχι πολύ αργότερα), σε μια εποχή για την οποία δεν θα ήταν νοητή τέτοια κακομεταχείριση των παλαιών γλυπτών. Εάν, όμως, ο αναζητούμενος ναός ήταν στη θέση όπου αργότερα κτίσθηκε ο Προπαρθενών, η κατεδάφισή του θα ήταν δυνατόν να έχει συντελεσθεί κατά τμήματα με την πρόοδο της κατασκευής του έργου μεταξύ των ετών 490-480 π.Χ. ή ίσως το 500-480 π.Χ. (πιθανότερο πάντως είναι ότι το έργο παύθηκε το 485 π.Χ.). Μια τέτοια χρονολόγηση κάνει πολύ πιθανότερη την παραμονή των γλυπτών έως το 480 π.Χ. σε θέσεις όπου θα ήταν δυνατόν να καταστραφούν από τους Πέρσες, κατά τον ίδιο άγριο τρόπο που καταστράφηκαν και τα γλυπτά του αρχαίου νεώ ή κάποια προκλητικά για τους Πέρσες μνημεία, μεταξύ των οποίων και το ανάθημα του μαραθωνομάχου ήρωα Καλλιμάχου (Εικόνα 20). Τέλος, η ως άνω τοπογραφική διάκριση και η συνακόλουθη δυνατότης χρονολογήσεως της καθαιρέσεως του ναού έως τη 2η δεκαετία του 5ου αι. π.Χ. καθιστά ευλογοφανέστερο τον χρόνο που μεσολάβησε έως την αναχρησιμοποίηση των μετοπών του στην επένδυση του μυκηναϊκού τείχους παρά τα Προπύλαια και των επιστυλίων, σπονδύλων και άλλων λίθων στην κατασκευή του κάτω μέρους του νοτίου τείχους της Ακροπόλεως. Η επένδυση του μυκηναϊκού τείχους προηγείται της κατασκευής του πρώτου μαρμάρινου προπύλου (490-485 π.Χ.). Η κατασκευή του νοτίου τείχους χρονολογείται στα 466 π.Χ. (Κιμώνιον τείχος). Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να είναι το κάτω μέρος του ακόμη αρχαιότερο. Οι πρόσφατες διερευνητικές διατρήσεις του θεμελίου του Παρθενώνος, χάριν των αναγκαίων στατικών μελετών, απέδειξαν ότι το θεμέλιο είναι γενικώς συμπαγές, δεν επέτρεψαν όμως ακριβή συμπεράσματα για τη μορφή πλοκής των λίθων και για τις πιθανολογούμενες δομικές φάσεις στο εσωτερικό του στερεοβάτου. Άλλες, όμως, έρευνες μας οδήγησαν σε θετικές ενδείξεις ως εξής:
Η σχεδιαστική αναπαράσταση της αρχιτεκτονικής αυτού του ναού είναι δυνατή χάρις στο πλήθος και την ποικιλία των υλικών καταλοίπων του. Ό,τι, πάντως, ακολουθεί (Εικόνα 19) είναι μόνον μια αναγκαία πρώτη προσέγγιση, βασισμένη σε εκείνα ειδικώς τα θραύσματα που περισσότερο ευνοούν έναν απλό υπολογισμό χωρίς μεγάλα περιθώρια σφάλματος. Η σε φυσική κλίμακα σχεδίαση και σύγκριση της τομής του εχίνου των καλύτερα σωζόμενων θραυσμάτων κιονόκρανων απέδειξε την ύπαρξη ατομικών διαφορών ως προς την ακριβή μορφή της καμπύλης του εχίνου, της μορφής και του μεγέθους των ιμάντων και ακόμη ως προς την ακριβή διάμετρο του υποτραχηλίου. Βάσει αυτών των ατομικών διαφορών, διαπιστώνεται ότι τα σωζόμενα θραύσματα προέρχονται από 15 τουλάχιστον διαφορετικά κιονόκρανα. Είναι, επομένως, εκτός πάσης αμφιβολίας ότι ο ναός ήταν περίπτερος, φυσικά εξάστυλος. Από το πιθανόν μήκος της κρηπίδος του και από το μήκος των μικρότερων μετοπών του υπολογίζεται ότι ο πιθανός αριθμός των κιόνων στις μακρές πλευρές του ήταν 13. Σπουδαιότατο μέσον για τη μελέτη του «κτηρίου Η» είναι το μεσαίο από τα αναχρησιμοποιημένα στο νότιο τείχος επιστύλια. Το αριστερό πέρας του είναι απλό επίπεδο, κατάλληλο για τη συνάρμοση με ένα όμοιο επιστύλιο, το δεξιό, όμως είναι ασυνεχές, κατάλληλο για συνάρμοση με τρεις επάλληλους λίθους ύψους 49, 49 και 59 εκ. Επειδή δεν είναι ακόμη βέβαιον ότι το βαθμιδωτό πέρας είναι αυθεντικό στοιχείο του λίθου, δεν είναι επίσης βέβαιον ότι το επιστύλιο προέρχεται από μια πρόσταση. Αλλά και εάν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί η αυθεντικότης του βαθμιδωτού πέρατος, θα παρέμενε ακόμη προς διερεύνηση το είδος των προστάσεων: πρόστυλες ή εν παραστάσιν; Μια σχετική έρευνα έχει ήδη γίνει από τον Ι. Beyer, αλλά παραμένει αδημοσίευτη. Τα τρίγλυφα ήσαν δύο ειδών:
Τα αετώματα του ναού συγκέντρωναν μεγάλες συνθέσεις λεόντων στο μέσον, αφηγηματικών παραστάσεων με μυθικά ή θρησκευτικά θέματα εκατέρωθεν και όφεων στα άκρα. Τη γνώση αυτών των αετωμάτων την οφείλουμε κυρίως στις έξοχες εργασίες του Schuchhardt και του Ι. Beyer. Η σίμη του ναού ήταν λαξευμένη σε υμήττειο μάρμαρο και έτρεχε σε όλες τις πλευρές. Στην ανατολική και τη δυτική πλευρά, ως επαετίς, διέθετε η σίμη μεγαλύτερο ύψος και πρόσθετη εγχάρακτη κόσμηση: ταινία με το διακοσμητικό γεωμετρικό θέμα του «ψαροκόκαλου» στην ανατολική πλευρά και ταινία με ζατρικοειδές θέμα στη δυτική. Στα άκρα του αετώματος οι ταινίες αυτές κατέληγαν σε μεγάλες όρθιες έλικες. Όρθιες έλικες στα άκρα ενός στοιχείου επιστέψεως είναι ένα όχι σπάνιο θέμα. Απαντά σε πλείστα μνημεία διαφόρων τόπων και εποχών. Πλησιέστερα ανάλογα προς τις έλικες αυτού του ναού είναι εκείνες του αρχαϊκού ναού της αρχαίας Ίστριας. Οι έλικες αυτές είναι είδος ακρωτηρίων με καθαρά διακοσμητική αξία, χωρίς συμβολική σημασία και επομένως δεν υποκαθιστούν τα κανονικά εικονιστικά ακρωτήρια. Για το πρόβλημα της αναπαραστάσεως των ακρωτηρίων που κάποτε κοσμούσαν τα αετώματα του ναού έχουν προταθεί διάφορες λύσεις: οι πιο γνωστές έκαναν χρήση των ανάγλυφων λεοπαρδάλεων, λεόντων (που όμως ανήκουν μάλλον σε μετόπες) ως και θραυσμάτων από μια Γοργώ, ίχνος της οποίας (δάκτυλα ποδιού) σώζεται σε ένα θραύσμα της επαετίδος (Schrader). Η παρούσα έρευνα έδειξε ότι περί τα μέσα του 6ου αιώνα τα ως άνω πρωταρχικά ακρωτήρια αντικαταστάθηκαν. Για τα νέα ακρωτήρια υπάρχουν ευτυχώς πολύ ασφαλείς αποδείξεις: τα βάθρα των. Από αυτά σώζονται διάφορα θραύσματα, προερχόμενα από το δεξιό ακρωτήριο του δυτικού αετώματος, από το αριστερό του ανατολικού αετώματος και από τα κεντρικά ακρωτήρια αμφοτέρων των αετωμάτων. Τα βάθρα ήσαν και αυτά λαξευμένα σε υμήττειο μάρμαρο, όπως και η ίδια η σίμη. Η μικρότερη ηλικία αυτών των βάθρων αναγνωρίζεται και από τα ίχνη των οδοντωτών εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη λάξευση. Μεταξύ των γεωμετρικών στοιχείων και λεπτομερειών, των βάθρων αφενός και της σιμής αφετέρου, η συμφωνία των μέτρων και των σχημάτων είναι απόλυτη. Το καλύτερα σωζόμενο από τα βάθρα έχει στο κάτω μέρος μια εξαιρετικά πολύπλοκη μορφή, η οποία δεν είναι άλλο από το αρνητικό σχήμα της αντίστοιχης γωνίας της σιμής και της κεραμώσεως του ναού. Η εφαρμογή του βάθρου στη θέση του είναι ίσως το καλύτερο παράδειγμα πολύπλοκης συμπλοκής γεωμετρικών λαξευτών μορφών. Εκεί όπου στην πλευρά εκροής η σιμή διαθέτει σωληνωτό στόμιο, το βάθρο διαθέτει στην κάτω επιφάνειά του μια αντίστοιχη εκκοίλανση ημικυκλικής διατομής για την ελεύθερη ροή των υδάτων. Στο άνω μέρος του βάθρου υπάρχει λαξευτή ορθογώνια υποδοχή για την πλίνθο ενός γλυπτού. Από τη μορφή και το μέγεθος της υποδοχής οδηγείται κανείς στη διαπίστωση ότι το γλυπτό αυτό δεν δύναται να είναι άλλο από την αρχαϊκή μαρμάρινη Σφίγγα (Μουσ. Ακρ. 632), η οποία βρέθηκε το 1883 στα ανατολικά του Παρθενώνος. Μερικές απαράβλεπτες ιδιομορφίες αυτού του βάθρου, οι οποίες παρατηρούνται και στο άλλο γωνιαίο βάθρο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι σε κάποια απροσδιόριστη χρονική στιγμή τα νέα ακρωτήρια αντικαταστάθηκαν και αυτά, ενώ τα (γωνιαία) βάθρα ασφαλίσθηκαν έναντι ολισθήσεως με σιδηρές ράβδους. Από τα συναρμοσμένα θραύσματα του βάθρου της κορυφής του δυτικού, μάλλον, αετώματος είναι δυνατή η ακριβής αναπαράσταση της μορφής του. Ήταν ένας ορθογώνιος λίθος πλάτους 83 εκ., ο οποίος έφθανε σε βάθος 1.20 μ. από την όψη της σιμής. Το μεγάλο λάξευμα στο άνω μέρος του μαρτυρεί την αντικατάσταση του νέου ακρωτηρίου από ένα ακόμη νεώτερο (μεγάλο ανθέμιο;). Από το παρόμοιο βάθρο της κορυφής του ανατολικού, μάλλον, αετώματος σώζονται δύο θραύσματα τα οποία αποδεικνύουν ότι και αυτό το νέο βάθρο είχε δύο φάσεις. Κατά την πρώτη ήταν ένα απλό ορθογώνιο, όπως αυτό που ήδη περιγράψαμε. Κατά την επόμενη φάση προστέθηκαν εκατέρωθεν και συνδέθηκαν με συνδέσμους μορφής διπλού Τ δύο τετράγωνοι λίθοι. Το πιθανότερο είναι ότι οι λίθοι αυτοί εξυπηρέτησαν την τοποθέτηση δύο κορών εκατέρωθεν του νέου ακρωτηρίου.
8. ΙΕΡΟΝ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΟΣ (Εικόνα 21)
Κάτω από το βόρειο πτερόν του Παρθενώνος, και σε επιφάνεια που αντιστοιχεί στο διάστημα μεταξύ 5ου και 8ου κίονος, υπήρχε από παλαιότερη εποχή ένα μικρό ιερό αποτελούμενο από έναν βωμό στο ανατολικό μέρος και μικρό ναΐσκο ή μάλλον οίκημα (ναΐσκος χωρίς κίονες) στο δυτικό. Ο ναΐσκος πρέπει να στέγαζε ένα άγαλμα, του οποίου το υπόβαθρο σώζεται ακόμη στη θέση του. Το ιερό αυτό ήταν μέχρι το 447 π.Χ. ελεύθερο, έξω από τη βόρεια πλευρά του Προπαρθενώνος. Τα σπουδαιότερα, όμως, συστατικά του –ο βωμός και ο ναΐσκος– βρέθηκαν αργότερα κάτω από μεγάλες νέες κατασκευές εξαιτίας της ισχυρής προς βορράν αυξήσεως του βάθρου του Παρθενώνος. Ωστόσο, το μικρό ιερό δεν ήταν επιτρεπτό να καταργηθεί, όπως και στο Ερεχθείο, οι οικοδόμοι φρόντισαν για την κατάλληλη διατήρηση ενός μέρους του κάτω από το πτερόν και την ανακατασκευή του ναΐσκου και του βωμού στις ίδιες θέσεις, αλλά υψηλότερα, στο επίπεδο του δαπέδου του πτερού. Η αναβίβαση του αγάλματος στη νέα στάθμη πραγματοποιήθηκε με την προσθήκη δύο σειρών λίθων μεταξύ της βάσεως και του υποβάθρου του, πριν από την τοποθέτηση του δαπέδου του κλασικού ναού και την ανακατασκευή του ναΐσκου. Ο αρχικός προσανατολισμός του μικρού ιερού, μετρήσιμος με ειδικό τρόπο στο κατά χώραν υπόβαθρο του αγάλματος, παρουσιάζει αριστερόστροφη απόκλιση 3,5 βαθμών έναντι του άξονος του κλασικού ναού. Από τη μορφή του ιερού και τη θέση του στη βόρεια πλευρά του Παρθενώνος συνάγεται ότι τούτο θα πρέπει να είναι το αναφερόμενο από τον Παυσανία ιερόν της Αθηνάς Εργάνης.
9. ΣΥΓΚΕΦΑΛΑΙΩΣΗ (Εικόνες 22 και 23)
Οι φάσεις του ιερού της Αθηνάς συνοψίζονται ως εξής: Α. Άγνωστη αρχική μορφή του κεντρικού τεμένους στη βόρεια πλευρά της κεντρικής οδού, με βωμό στο ανατολικό μέρος και μικρό ναό στα δυτικά. Το τέμενος εκτείνεται και στην άλλη πλευρά της οδού. Β. (8ος-7ος αι. π.Χ.) Ανανέωση του ναού. Ο ναός είναι μάλλον χωρίς περίσταση, πλίνθινος με ξύλινους κίονες και, προς το τέλος της περιόδου, με πλούσια κεράμωση. Στεγάζει το ξύλινο άγαλμα της Αθηνάς. Ένας ακόμη ναός ανιδρύεται στο νότιο μέρος του τεμένους, στη θέση του σημερινού Παρθενώνος. Στο εξής, οι δύο ναοί θα συνυπάρχουν υπηρετώντας τις δύο κύριες υποστάσεις της Αθηνάς. Οι υποστάσεις αυτές τεκμηριώνονται και από τη σχετική εικονογραφία: η ειρηνική Αθηνά Πολιάς ή πολιούχος παρίσταται ένθρονη, η πολεμική Αθηνά Παρθένος παρίσταται όρθια και πάνοπλη. Γ. (566 π.Χ.) Αναδιοργάνωση της τελετής των Παναθηναίων και ταχεία ανοικοδόμηση του νοτίου ναού («κτήριον Η» ή «πρωταρχικός Παρθενών»): εξάστυλος περίπτερος με πώρινη αρχιτεκτονική και πώρινα αετώματα. Μερικές μετόπες του και η περίμετρος της κεραμώσεως είναι από υμήττειο μάρμαρο. Βορείως του ναού διαμορφώνεται ένα μικρό Ιερό (της Εργάνης Αθηνάς;) με βωμό και ναΐσκο ή, μάλλον, μικρό οίκημα (ναΐσκος χωρίς κίονες), παρόμοιο προς εκείνο της Αθηνάς Νίκης. Δ. (Επί Πεισιστρατιδών) Ανοικοδόμηση του αρχαίου νεώ: εξάστυλος περίπτερος πώρινος με μαρμάρινα αετώματα. Βορείως του ναού υφίστανται μερικά μικρά τεμένη και ιερά: Ερέχθειον, Πανδρόσειον, Κεκρόπιον κ.λπ. Στα τεμένη αυτά υπάρχουν ήδη μερικά μικρά δωρικά κτίσματα, ναΐσκοι ή (ή και) οικήματα. Ε. (Τέλη 6ου αρχές 5ου αι. π.Χ., πρόγραμμα της νεοσύστατης δημοκρατίας εις αντικατάσταση του σχετικού προγράμματος για το Ολυμπιείον) Εργασίες για την ανέγερση ενός νέου, πολύ μεγαλύτερου ναού (Παρθενών Ι) στη θέση του πρωταρχικού Παρθενώνος. Απαιτείται πολύς χώρος προς νότο, επάνω από την κατωφέρεια του βράχου και επομένως είναι αναγκαία η κατασκευή ογκώδους υποδομής (στερεοβάτης). Το υφιστάμενο κτήριο καθαιρείται, ίσως όχι όλο (η προσωρινή διατήρηση μέρους του ήταν ακόμη δυνατή). Μερικές μετόπες του χρησιμοποιούνται ως πλάκες επενδύσεως του μυκηναϊκού τείχους κατά την αναμόρφωση της δυτικής εισόδου της Ακροπόλεως. Η διατήρηση του ναΐσκου είναι δυνατή υπό όρους, κι ίσως τότε αρχίζει η κατασκευή της βάσεως του νοτίου τείχους (βλ. κατωτ.). Το όλο πρόγραμμα διακόπτεται από τον επερχόμενο περσικό κίνδυνο. ΣΤ. (490-495 π.Χ., μετά τη νίκη στον Μαραθώνα) Το σχέδιο αναθεωρείται (Παρθενών II, ή μαρμάρινος Προπαρθενών), αντί πώρου χρησιμοποιείται μάρμαρο, οι διαστάσεις, όμως, περιορίζονται κάπως, πράγμα που διευκολύνει και την περαιτέρω διατήρηση του προς βορράν ιερού. Στο ίδιο πρόγραμμα περιλαμβάνεται και η κατασκευή ενός μαρμάρινου προπύλου στη δυτική είσοδο της Ακροπόλεως. Το 485 π.Χ., όταν οι εργασίες διακόπτονται χάριν των αμυντικών προγραμμάτων, οι κίονες του ναού έχουν στηθεί έως τον 2ο ή 3ο σπόνδυλο και ο κυματιοφόρος τοιχοβάτης είναι στη θέση του, ενώ ισοδύναμη ή ακόμη μεγαλύτερη ποσότητα μαρμάρων απομένει αχρησιμοποίητη γύρω από το έργο και μέσα στα λατομεία. Από το πρόπυλον έχουν κατασκευασθεί μόνον οι κρηπίδες και οι ορθοστάτες των τοίχων. Καθ' όλη τη διάρκεια των ως άνω η νότια πλευρά της Ακροπόλεως υφίστατο με την παλαιά, μυκηναϊκής εποχής μορφή της, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η προς νότο κρημνώδης κατωφέρεια του βράχου με το μυκηναϊκό τείχος, εν τω μεταξύ ημικατεστραμμένο, σε στάθμη πολύ χαμηλότερη (μέχρι 20 μ.!) από την κεντρική ράχη του βράχου. Ζ. (480 π.Χ.) Καταστροφή των ιερών της Ακροπόλεως και ειδικότερα του αρχαίου νεώ. Ο ημιτελής Προπαρθενών καταστρέφεται (και μαζί του τα πιθανώς ακόμη διατηρούμενα μικρά μέρη του πρωταρχικού Παρθενώνος). Το ημιτελές μαρμάρινο πρόπυλο της Ακροπόλεως καταστρέφεται επίσης. Η. (Μετά τα Περσικά) Πρόχειρη επισκευή μέρους του αρχαίου νεώ. Νέα κατασκευή ή επισκευή προϋπάρχοντος οικήματος στα βόρεια του ναού (στη θέση του ανατολικού διαμερίσματος του Ερεχθείου). Στο οίκημα αυτό στεγάζεται το αρχαίον άγαλμα. Κατασκευή μέρους του βορείου τείχους. Ανέγερση του νοτίου και ανατολικού τείχους (466 π.Χ.). Δεν είναι βέβαιον αν η βάση αυτού του τείχους, με το αναχρησιμοποιημένο υλικό του «κτηρίου Η», είναι και αυτή κιμώνια ή παλαιότερη, δηλαδή του τέλους του 6ου ή των αρχών του 5ου αιώνα και επομένως σύγχρονη με την έναρξη της διαλύσεως του «κτηρίου Η» και τη μεταχείριση των μετοπών του στην επένδυση του μυκηναϊκού τείχους παρά την είσοδο της Ακροπόλεως (τούτο παραμένει ακόμη προς διερεύνηση, βλ. κατωτ.). Το κατεστραμμένο ημιτελές πρόπυλον της Ακροπόλεως ήταν ένα από τα πρώτα κτήρια που επισκευάσθηκαν. Η νέα κατασκευή, αν και πολύ οικονομικότερη της αρχικής, έμεινε επίσης ημιτελής. Θ. (Επί Περικλέους) Γενική αναθεώρηση του ολικού σχεδίου της Ακροπόλεως και παράλληλα προγράμματα για την εκ βάθρων ανανέωση ή και την κατάργηση ορισμένων κτηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των ήδη επισκευασμένων. Από τον αρχαίο νεώ διατηρείται μόνον το δυτικό μέρος του σηκού του, ο Οπισθόδομος. Η οικοδόμηση του Ερεχθείου και των Προπυλαίων αρχίζει μετά την περάτωση των οικοδομικών εργασιών στον Παρθενώνα. Στα θεμέλια του Ερεχθείου χρησιμοποιούνται και μάρμαρα του ημιτελούς προπύλου και λίθοι του στυλοβάτου του αρχαίου νεώ χρησιμοποιούνται στη δυτική πλευρά του ανδήρου του Παρθενώνος. Ο ίδιος ο Παρθενών (Παρθενών III) έχει σχεδιασθεί πολύ πλατύτερος από τον προηγούμενο, ενώ δεν είναι πια δυνατή η αύξηση των θεμελίων του προς νότον. Η προς βορράν αύξησή του συνδυάζεται, λοιπόν, με κατάλληλη διατήρηση του μικρού ιερού εντός του βορείου πτερού. Η λύση αυτή υπαγορεύει και την ακριβή θέση των τοίχων και κιόνων του ναού, με αποτέλεσμα να μένει στη νότια πλευρά ένα μέρος του στερεοβάτου (μια ζώνη πλάτους περίπου 1.60 μ.) αχρησιμοποίητο. Οι εδαφικές διαμορφώσεις στα νότια και ανατολικά του Παρθενώνος ως και οι σχετικές εργασίες περατώσεως του άνω μέρους του τείχους ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν. Αυτός, πάντως, δεν είναι ο λόγος της... απουσίας ενός βωμού στα ανατολικά του Παρθενώνος. Η απουσία βωμού στα ανατολικά του Παρθενώνος και η ανυπαρξία, ή μη διατήρηση, μαρτυριών ονομάτων ιερειών του Παρθενώνος είναι οι αφορμές μιας θεωρίας σύμφωνα με την οποία ο Παρθενών δεν πρέπει να διέθετε αληθινό θρησκευτικό περιεχόμενο, αλλά μόνον πολιτικό. Η θεωρία αυτή, κάπως ελκυστική λόγω του φαινομενικά «μοντέρνου» πνεύματός της (στην πραγματικότητα είναι μια θεωρία του Α. Michaelis!), είναι εν τέλει αβάσιμη. Ο αριθμός των βωμών, όχι μόνον στα αθηναϊκά αλλά σε όλα σχεδόν τα ελληνικά ιερά, ήταν ανεξάρτητος από τον αριθμό των ναών. Στη Δήλο πολλοί ναοί του Απόλλωνος ήσαν αντιταγμένοι σε έναν μόνον βωμό του θεού και στη Σάμο ο μεγάλος βωμός εξυπηρετούσε ακόμη περισσότερους ναούς. Για μία και την αυτή θεότητα ένας και μόνος βωμός αρκούσε, ασχέτως εάν η ύπαρξη περισσοτέρων αγαλμάτων ή άλλων λόγων είχε ως αποτέλεσμα την ύπαρξη περισσοτέρων ναών. Από την άλλη πλευρά, κάποιες μάλλον εξειδικευμένες υποστάσεις μιας και της αυτής θεότητας –Αθηνά Νίκη, Υγεία, Εργάνη– διέθεταν ιδιαίτερους βωμούς εφόσον διέθεταν ιδιαίτερα, αφιστάμενα τεμένη. Υπέρ του θρησκευτικού περιεχομένου του Παρθενώνος ομιλεί η μακρά αλληλουχία διαδοχικών ναών στην ίδια θέση. Ομιλεί ακόμη η ιδιοτυπία της κατόψεώς του. Το μεγάλο δυτικό διαμέρισμα δεν έγινε για τον επιφανειακό λόγο της στεγάσεως του ταμείου της Δηλιακής Συμμαχίας: ο Προπαρθενών διέθετε ένα ακριβώς όμοιο δυτικό διαμέρισμα πολύ πριν από την ύπαρξη της Συμμαχίας. Αλλά τέτοια διαμερίσματα με είσοδο από τα δυτικά υπήρχαν και στους άλλους ναούς της Αθηνάς επί της Ακροπόλεως: Ερέχθειον, αρχαίος νεώς, αλλά ουδέποτε σε άλλους ναούς εκτός Ακροπόλεως (στον ναό του Απόλλωνος στην Κόρινθο η αδυναμία αναπαραστάσεως κεντρικής θύρας στο μεσότοιχο του ναού δεν αποδεικνύει ότι το δυτικό διαμέρισμα είχε είσοδο από τα δυτικά ! Έκκεντρες ή πλευρικές θύρες, δεν είναι σπάνιες στους ελληνικούς ναούς, ιδίως σε εκείνους του Απόλλωνος: Βάσσαι, Κλάρος, Δίδυμα, Σελινούς). Εύλογο είναι, λοιπόν, το συμπέρασμα ότι το δυτικό διαμέρισμα των ναών της Ακροπόλεως, συμπεριλαμβανομένου και του Παρθενώνος, ήταν ένα πολύ σπουδαίο μέρος των, απαιτούμενο από τις ιδιαίτερες παραδόσεις του ιερού και κυρίως από τη διατήρηση λατρειών παλαιοτέρων της λατρείας των θεών του Ολύμπου. Αλλά τότε τι απομένει από το περίφημο πολιτικό περιεχόμενο του Παρθενώνος; Απομένουν περίπου όλα όσα έχουν λεχθεί γι’ αυτό (δημιουργία θέσεων εργασίας, προβολή πολιτικών και πολιτιστικών αξιών, επίδειξη δυνάμεως κ.ά.)! Με τα προηγούμενα δεν επιχειρήθηκε η άρνηση του πολιτικού περιεχομένου, αλλά μόνον ο αντίλoγος στον ισχυρισμό περί απουσίας θρησκευτικού περιεχομένου. Η συνύπαρξη θρησκευτικού και πολιτικού περιεχομένου δεν είναι ένα ζήτημα ειδικώς του Παρθενώνος. Τι άλλο είναι το περιεχόμενο έργων όπως ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, η Αγία Σοφία ή ο Άγιος Πέτρος, για να αναφερθούν πρώτα τα γνωστότερα, ή ο δωρικός ναός της Εγέστης, ο καθεδρικός ναός της Siena ή ο καθεδρικός ναός της Speyr, για να αναφερθούν και κάποια άλλα; Τι άλλο είναι από έναν πολύπλευρο συνδυασμό θρησκευτικού και πολιτικού περιεχομένου, ο οποίος εξυπηρετείται από λίαν υψηλά καλλιτεχνικά μέσα; Ο κατάλογος είναι, φυσικά, τεράστιος, στην πραγματικότητα περιλαμβάνει κάθε αξιόλογο θρησκευτικό έργο στον κόσμο. Η περίπτωση του Παρθενώνος διακρίνεται απλώς περισσότερο (ή πολύ περισσότερο) λόγω της εξαιρετικής θέσεώς του στην ιστορία του πολιτισμού. Η επισκόπηση των τοπογραφικών ζητημάτων του κεντρικού ιερού της Ακροπόλεως ας κλείσει με μια σημείωση για τις τωρινές δυνατότητες εμπλουτισμού των παλαιοτέρων γνώσεων. Η γενική εντύπωση ότι η αρχαιολογική ανασκαφή της Ακροπόλεως υπήρξε εξαντλητική δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στην πραγματικότητα. Μεγάλα τμήματα του εδάφους της Ακροπόλεως παραμένουν ακόμη άσκαφα. Τα τμήματα αυτά εκτείνονται κυρίως κατά μήκος του νοτίου και ανατολικού τείχους και είναι αυτά ακριβώς, επάνω στα οποία εδράζεται το ανώτερο και προς τα μέσα πολύ πλατύτερο μέρος αυτών των τειχών έμειναν άσκαφα επειδή κάθε φορά οι ανασκαφικοί τομείς είχαν πολύ μεγάλα μήκη και επομένως η εκτέλεση έργων αντιστηρίξεως του επισφαλούς μέρους του τείχους δεν ήταν εύκολη. Τώρα, όμως, πίσω από το τείχος υπάρχει και πάλι επίχωση. Επομένως μια ανασκαφή μέσω φρέατος (με ξύλινα στοιχεία αντώσεως στο εσωτερικό του) θα ήταν δυνατόν να φθάσει χωρίς κανένα κίνδυνο έως τον βράχο, ακριβώς μέσα από το τείχος. Ο κυριότερος σκοπός μιας τέτοιας ανασκαφής θα ήταν η χρονολόγηση του κάτω μέρους του τείχους (βλ. ανωτ. Ε. και Η.), ενώ ένα άλλο σχεδόν βέβαιο αποτέλεσμα θα είναι η αθρόα συλλογή και άλλων σπουδαίων θραυσμάτων των ευρισκόμενων στο μουσείο γλυπτών. Αλλά σπουδαιότερο πάντων θα ήταν να συλλέγουν από το ύπαιθρο, να ταξινομηθούν μέσα σε μεγάλη μουσειακή αποθήκη και να συντηρηθούν χιλιάδες λίθων και θραυσμάτων του αρχαίου νεώ, του «κτηρίου Η», του Προπαρθενώνος και των άλλων κτηρίων, ώστε να παύσει η καθημερινή φθορά των και να γίνουν δυνατές μελέτες ανταποκρινόμενες πραγματικά στη σοβαρότητα του θέματος. ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΑΣΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Για την τοπογραφία του κεντρικού ιερού της Ακροπόλεως Συντομογραφίες: Αρχ. Δελτ., Αρχαιολογικό Δελτίο. AA, Archäologischer Anzeiger. AJA, American Journal of Archaeology. AM, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts, Athenische Abteilung. BCH, Bulletin de Correspondance Hellénique. Hesperia, Journal of the American School of Classical Studies at Athens. Jdl, Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts- JHS, Journal of Hellenic Studies. Mdl, Mitteilungen des Deutschen Archäologischen Instituts. G. Beckel, Akropolisfragen, Χαριστήριον εις A. K. Ορλάνδον, t. 3,1967-68, 329. E. Berger (επιμελ.), Parthenon-Kongress, Basel 1982, Mainz 1984. C. Bötticher, Bericht über die Untersuchungen auf der Akropolis von Athen im Frühjahre 1862, Berlin 1863. I. Beyer, Die Reliefgiebel des Alten Athena-Tempels der Akropolis. AA 1974, 639-651. I. Beyer, Die Datierung der großen Reliefgiebel des Alten Athenatempels der Akropolis. A 1977, 44-74. J. S. Boersma, Athenian Building Policy from 561-0 to 405-4 B.C., Groningen 1970. J. A. Bundgaard, The Parthenon and the Mycenean city on the Heights, Copenhagen, 1976. E. Buschor, Burglöwen, AM 47,1922, 92-105 (βλ. κ.α. τ.ιδ. 53-60 και 106-109). E. Buschor, Die Tonddächer der Akropolis, Berlin-Leipzig, 1929-1933. W. B. Dinsmoor, Supplementary Excavation at the Entrance of the Acropolis, 7925, AJA 33, 1929, 101-102. W. B. Dinsmoor, The Burning of the Opisthodomos at Athens, AJA 36, 1932, 143-172, 307-326. W. B. Dinsmoor, The Date of the Older Parthenon, AJA 38,1934, 408- 438. W. B. Dinsmoor, The Hekatompedon on the Athenian Akropolis, AJA 51,1947, 109-151. W. B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece, London, 1950. W. Dörpfeld, Der Alte Athenatempel auf der Akropolis zu Athen, AM 10, 1885, 275-277; 11, 1886, 337-351; 12, 1887, 25-61, 190-211; 15, 1890, 153-187; 22, 1897, 159-178. W. Dörpfeld, Die Zeit des älteren Parthenon, AM 27, 1902, 379-416. W. Dörpfeld, Das Hekatompedon in Athen, Jdl 34, 1919, 1-40. W. Dörpfeld, Parthenon I, II, III, AJA 39,1935, 497-507. H. Drerup, Parthenon und Vorparthenon - Zum Stand der Kontroverse, Antike Kunst, 1981, 21-38. B. Graef -E. Langlotz, Die antiken Vasen von der Akropolis zu Athen, Berlin 1925 (I), 1933 (II). G. Gruben, Die Tempel der Griechen, München 1976, 163-178. R. Heberdey, Altattische Porosskulptur, Wien 1919. C. J. Herington, Athena Parthenos and Athena Polios, Manchester 1955. A. Hess, Der Opisthodom als Tresor und die Akropolistopographie, Klio 28, 1935, 21-84. B. H. Hill, The Older Parthenon, AJA 16, 1912, 556. L. B. Holland, Erechtheum Papers, AJA 28, 1924, 1-23, 142-169, 402-434. Σπ. Ιακωβίδης, Η μυκηναϊκή Ακρόπολη των Αθηνών, Αθήναι 1962. O. Jahn - A. Michaelis, Arx Athenarum a Pausania descripta, Bonn 1901. K. Jeppesen, The Theory of the Alternative Erechtheion, Aarhus 1987. W. Judeich, Topographic von Athen, München 1931. Π. Καββαδία - G. Kawerau, Η ανασκαφή της Ακροπόλεως, Αθήναι 1907. Α. Καλογεροπούλου - Μ. Φιλίπ-Προύνη, Αρχαιολογική εφημερίς, Ερευτήριον πρώτης και δευτέρας περιόδου 1837-1874, τομ. Α, Αθήναι 1973. Α. Κόκκου, Η μέριμνα για τις αρχαιότητες και τα πρώτα μνημεία, Αθήναι 1977. Ν. Κοντολέων, Το Ερεχθείον ως οικοδόμημα χθονίας λατρείας, Αθήναι 1949. Μ. Κορρές - Χ. Μπούρας, Μελέτη αποκαταστάσεως του Παρθενώνος, Αθήναι 1983. M. Korres, Wilhelm Dörpfelds Forschungen zum Vorparthenon und Parthenon, AM 108, 1993, 59-78. Β. Λαμπρινουδάκης, Οικοδομικά προγράμματα στην αρχαία Αθήνα, Αθήνα 1983. W. M. Leake, The Topography of Athens, London 1821 (1st ed.), 1841 (2nd ed.). A. Michaelis, Der Parthenon, Leipzig 1871. A. Michaelis, Aρχαίος νεώς, Jdl 1902, 12. J. H. Middleton, Plans and Drawings of Athenian Buildings JHS, Suppl.3, 1900. A. Milchhofer, Nachträgliche Betrachtungen über die drei Athenaheiligtiimer auf der Akropolis von Athen, Philologus 61, 1902, 441-446. H. Mobius, Attische Architekturstudien, AM 1927, ιδιαιτ. 181-189 (βωμός Αθηνάς). C. Nylander, Die sogenannten Mykenischen Saulenbasen auf der Akropolis zu Athen. Opuscula Atheniensia 4, 1962, 31-77. F. C. Penrose, An Investigation of the Principles of the Athenian Architecture, London 1851 (1st ed.), 1888 (2nd ed.). F. C. Penrose, On the Ancient Hecatompedon, JHS 12, 1891, 275-297. E. Petersen, Die Burgtempel der Athenaia, Berlin 1907. Β. Πετράκος, Η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, Αθήναι 1987. W. H. Plommer, The Archaic Acropolis, some Problems, JHS 80, 1960, 127-159. F. Preibhofen, Zur Topographie der Akropolis, AA 1977, 74-84. A. Raubitschek, Dedications from the Athenian Acropolis, Cambridge, Mass 1949. H. Riemann, Der peisistratidische Athenatempel auf der Akropolis zu Athen, Mdl 3, 1950, 7-39. L. Ross, Archäologische Aufsätze I, Leipzig 1855. H. Schrader, Die Gorgonenakrotere und die ältesten Tempel der Athena auf der athenischen Akropolis, Jdl 43, 1928, 54-89. H. Schrader, Die archaischen Marmorbildwerke der Akropolis, Frankfurt 1939. W-H. Schuchhardt, Die Sima des alten Athenatempels der Akropolis, AM 60-61, 1935-36, 1-98. G. P. Stevens et al., The Erechtheum, Cambridge, Mass 1927. G. P. Stevens, The Setting of the Periclean Parthenon, Hesperia Suppl. 3, 1940. G. P. Stevens, The Northeast Corner of the Parthenon, Hesperia 15, 1946, 1-26. J. Stuart - N. Revett, The Antiquities of Athens II, 1787, 9. E. Touloupa, Une gorgone en bronze de l'Acropole, BCH 93, 1969, 862-864. E. Touloupa, Early Bronze Sheets with Figured Scenes from the Acropolis, New Perspectives in Early Greek Art, A Symposium, 27-28 may 1988, Studies in the History of Art ,Vol. 32, (Washington) 1991. J. Travlos, Bildlexikon zur Topographie des antiken Athen, Tübingen 1971. A. Tschira, Die unfertigen Säulentrommein auf der Akropolis von Athen, Jdl 55, 1941, 242-261. A. Tschira, Eine Tastung in der Cella des Parthenon, AA 1965, 402-328. Ο. Walter, Die Parthenonfundamente und das Delphische Orakel, Anzeiger der Österreichischen Akademie der Wissenschaften 89, 1952, 97-107. G. Welter, Das Olympieion in Athen (I) AM 47,1922, 61-71. B. Wesenberg, Wer erbaute den Parthenon? AM 97, 1982, 99-125 Th. Wiegand, Die archaische Poros - Architektur der Akropolis zu Athen, Kassel-Leipzig 1904. E. Ziller, Über die ursprüngliche Existenz der Curvaturen des Parthenon, Zeitschrift für Bauwesen 15, 1865, 35-54. W. Zschietzschmann, Peisistratos und die Akropolis, Klio 27, 1934, 209-217. Αναδημοσίευση από ττο : http://www.eie.gr/archaeologia/gr/chapter_more_3.aspx |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου