Εις Άδου Κάθοδος, τοιχογραφία, αψίδα ιερού, ταφικό παρεκκλήσιο, Μονή του Αγίου Σωτήρος της Χώρας, 1315-1350, Κωνσταντινούπολη
Αναμφίβολα η Ανάσταση του Κυρίου είναι το πλέον σημαντικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας. Αλλάζει τη σχέση του ανθρώπου με το θάνατο και τον απελευθερώνει από τη δυναστευτική εξουσία του. Πρόκειται για αλλαγή, ανακαίνιση καλύτερα, της σχέσεως του με το Θεό, τον περιβάλλοντα κόσμο, το συνάνθρωπο, αλλά και τον εαυτό του.
Η ορθόδοξη Εκκλησία είχε και έχει την υποχρέωση να μεταφέρει το μηνύμα της Αναστάσεως στον κόσμο μας, ώστε να γίνει κτήμα μας. Οι τρόποι που χρησιμοποίησε και χρησιμοποιεί ήταν και είναι πολλοί: το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η υμνογραφική παραγωγή, οι διδακτικότατοι βίοι των αγίων, η εικονογράφηση των ναών.
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τους εικονογραφικούς τύπους που συναντούμε σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες θα καταλήγαμε σε τρεις ομάδες με επιμέρους παραλλαγές:
(α) «Η εις Άδου Κάθοδος». Στο κέντρο της συνθέσεως κυριαρχεί η μορφή του Χριστού, ο οποίος πατά ως νικητής στις συντριβείσες πύλες του Άδη κρατώντας από το χέρι τον Αδάμ και αποσπώντας τον από το θάνατο. Σε πολλές περιπτώσεις κρατά με δύναμη και το χέρι της Εύας εγείροντας την εκ νεκρών. Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα εμφανίζονται ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και το πλήθος των δικαίων της προ Χριστού εποχής, οι οποίοι πίστευσαν το κήρυγμα του Χριστού, κατά την κάθοδό Του στον Άδη (εξ ου και ο τίτλος της συνθέσεως) και σώθηκαν. Η ιδέα για τη σύνθεση αυτής της παράστασης προέρχεται από το χωρίο Αʹ Πέτρου 3:18-19 («θανατωθεὶς [ο Χριστός] μὲν σαρκὶ ζῳοποιηθεὶς δὲ πνεύματι· ἐν ᾧ καὶ τοῖς ἐν φυλακῇ πνεύμασιν πορευθεὶς ἐκήρυξεν»). Τα επιμέρους στοιχεία της προέρχονται από παράδοση της Εκκλησίας, η οποία καταγράφηκε στο ψευδεπίγραφο Ευαγγέλιο του Νικοδήμου(έκδοση από τον Constantin von Tischendorf, Evangelia Apocrypha, Leipzig, 1853: σελ. 302-311), στο οποίο παρατίθενται, από τη γραφίδα του αγνώστου σε εμάς συγγραφέα, «λεπτομέρειες» σχετικά με το τι συνέβη στον Άδη κατά την κάθοδο και παραμονή εκεί του Κυρίου. Πέρα όμως από το ψευδεπίγραφο κείμενο που ήδη αναφέραμε η υμνογραφία των ημερών παρουσιάζει απόλυτη συμφωνία με αυτή τη σύνθεση.
(β) «Ο κενός τάφος». Ακολουθεί με πιστότητα τις ευαγγελικές διηγήσεις για την ταφή του Κυρίου και τα όσα την ακολούθησαν. Στη σύνθεση κυριαρχεί το κενό μνημείο, ο άγγελος και οι μυροφόρες. Σε κάποιες περιπτώσεις εικονίζονται και οι στρατιώτες που κοιμούνται.
(γ) Ο Χριστός την ώρα που εξέρχεται από τον τάφο. Μία σύνθεση δυτικής προέλευσης στην οποία εικονίζεται ο Χριστός κατά τη στιγμή της εγέρσεως, συνήθως κρατώντας ένα σημαιάκι («μπαϊράκι» το αποκαλεί ο Φώτης Κόντογλου), ενώ γύρω υπάρχουν οι έκπληκτοι ή κοιμώμενοι στρατιώτες. Ο τύπος αυτός φαίνεται να εμφανίζεται στη μεσαιωνική δύση (ίσως από τον 11ο αι.) και γίνεται περισσότερο γνωστός κατά τον 14ο αι. από τον Τζιόττο (Giotto di Bontone, 1266-1337). Μεγάλη άνθιση γνωρίσει και στην ανατολή κατά τον16ο -18ο αι. με μεγάλη ποικιλία παραλλαγῶν, στην Κρήτη και στα Επτάνησα, ίσως λόγῳ της κυριαρχίας των Ενετών σε αυτά.
Επί της ουσίας, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δυτικού τύπου εικόνα προσπαθεί να εικονίσει τη στιγμή της Αναστάσεως και τον τρόπο που το σώμα του Κυρίου εξέρχεται του μνήματος, τα οποία δεν είδε κανείς, ενώ στην «Εις Άδου Κάθοδον» με αφορμή τη βιβλική αναφορά (Αʹ Πέτρου 3:18-19), παρουσιάζεται το σώμα του Κυρίου, αλλά όχι για να απεικονίσει τη στιγμή, μαγια να προβάλει το αποτέλεσμα του γεγονότος. Το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τη σωτηρία του Αδάμ.
Με απλά λόγια η δυτική σύνθεση, με το Χριστό να εξέρχεται από τον τάφο,προσπαθεί να ανασυνθέσει ρεαλιστικά τη σκηνή. Αντιθέτως, η «Εις Άδου Κάθοδος» προσπαθεί να μας δείξει τα αποτελέσματα της Αναστάσεως στη ζωή μας.
Η σύνθεση του «Κενού τάφου» είναι τόσο γερά θεμελιωμένη επάνω στην ευαγγελική μαρτυρία, ώστε εκεί δεν τίθεται θέμα αξιοπιστίας ή αμφισβήτησης.
Στη σύνθεση αυτή δεν εικονίζεται το Σώμα του Κυρίου στον Άδη. Πάντως, πρέπει να τονίσουμε ότι η ενσώματη απεικόνιση του Χριστού, ο οποίος «πατεῖ τὸν Ἄδην καὶ εγείρει τὸν Ἀδὰμ» δεν ενοχλεί τον άγ. Ιωάννη Δαμασκηνό(Ελληνική Πατρολογία (PG) του J.-P. Migne 95.3165A), αλλά αντιθέτως τη θεωρεί απολύτως φυσιολογική και αποδεκτή. Μάλιστα, λίγο παρακάτω, στη στήλη 325D του ίδιου τόμου της Ελληνικής Πατρολογίας (PG) του J.-P. Migne ο άγ. Ιωάννης Δαμασκηνός προχωρά σε μία αναλυτικότερη περιγραφή της.
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε τα εξής:
Η δυτική απεικόνιση περιγράφει μία φανταστικά ρεαλιστική σκηνή, την οποία αποφεύγουν να θίξουν ακόμη και οι βιβλικές αναφορές.
Οι δύο ορθόδοξες απεικονίσεις τονίζουν τα ευεργετικά αποτελέσματα της Αναστάσεως στον άνθρωπο και προσπαθούν να τα προβάλουν με έναν απλό, κατανοητό, συμβολικό, αλλά και βαθύτατα θεολογικό τρόπο. Επίσης η μία έχει βιβλική αφετηρία και η άλλη ταυτίζεται πλήρως με την ευαγγελική μαρτυρία.
Συνεπώς, αν θέλουμε να αποφύγουμε την παγίδα της εκλογίκευσης της σκηνής και της προσθήκης φανταστικών στοιχείων σε αυτή καλό θα ήταν να προχωρούμε στη διάκριση ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς τύπους αναπαραστάσεως της Αναστάσεως του Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου