Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό,
όταν τον ρωτούσαν :
"γιατί κρατάς φανό, ημέρα;"
αυτός απαντούσε :
"ψάχνω να βρώ τίμιους ανθρώπους"
O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους
Ο ΔlΟΓΕΝΗΣ
Ο Διογένης έρχεται κυλώντας το πιθάρι του
κι ανάβει το φανάρι του.
Συ, που ταπείνωσες κι αυτόν τον μέγαν Μακεδόνα,
καλώς μας ήλθες, κυνικέ, σε τούτον τον αιώνα.
Πάλι για νάβρεις άνθρωπο με το φανάρι βγήκες...
τον άνθρωπο που γύρευες ακόμη δεν τον βρήκες;
Εγώ και χοίρους γνώρισα, που γίνηκαν ανθρώποι,
και τώρα πάνε κι έρχονται μεσ' από την Ευρώπη.
κι ανάβει το φανάρι του.
Συ, που ταπείνωσες κι αυτόν τον μέγαν Μακεδόνα,
καλώς μας ήλθες, κυνικέ, σε τούτον τον αιώνα.
Πάλι για νάβρεις άνθρωπο με το φανάρι βγήκες...
τον άνθρωπο που γύρευες ακόμη δεν τον βρήκες;
Εγώ και χοίρους γνώρισα, που γίνηκαν ανθρώποι,
και τώρα πάνε κι έρχονται μεσ' από την Ευρώπη.
Γεώργιος Σουρής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου