Δεκατέσσερα περίπου χιλιόμετρα μετά την πόλιν της Αρναίας, εις τους πρόποδες του όρους Κακάβου, εις υψόμετρον 600 μέτρων και εν μέσω πυκνής βλαστήσεως, ευρίσκεται το Ιερόν Προσκύνημα της Μεγάλης Παναγίας Χαλκιδικής.
Ένας τόπος πανελληνίως γνωστός, αφού είναι ένα από τα μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ελλάδος και ειδικώτερα της Μακεδονίας. Η ιστορία του παλαιά, αλλά πολύ συγκινητική και ευλογημένη από την ίδια την Υπεραγία Θεοτόκο.
Υπήρξαν πολλές διηγήσεις. Η επικρατέστερη όμως και η πλέον επίσημος και εκφραστική ήτο αυτή η ψυχωφελής διήγησις του έτους 1907 του ευσεβούς και αειμνήστου μοναχού Χαραλάμπους Βατοπεδινού, η οποία και επικυρώθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Ιερισσού κυρό Παρθένιο το έτος 1908, φέρουσα τον τίτλον «περί του πώς και πότε ευρέθη η αγία και θαυματουργός εικών της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας, εις το χωρίον Ρεβενίκια της Χαλκιδικής».
Σύμφωνα με αυτήν την αφήγησι, κατά τον μήνα Αύγουστον του έτους 1860, μία ευλαβής γερόντισσα επονομαζόμενη Γερακίνα Στάμου, λόγω της εργασίας της να συλλέγει αραβόσιτο (καλαμπόκι), διέμενε την νύκτα εις τον χώρον της εργασίας της, τρία χιλιόμετρα έξωθεν του χωρίου των Ρεβενικίων.
Ένα βράδυ, καθώς προσευχόταν, αποκοιμήθηκε και βλέπει έμπροσθέν της, μίαν υπερφυσικήν λάμψιν, η οποία κατετρόμαξε αυτήν. Εμφανίζεται τότε μία άγνωστος γυναίκα, η Παναγία, η οποία της είπε να μην φοβάται, αλλά να την ακολουθήση εις την τοποθεσίαν «Άγιος Κωνσταντίνος» η οποία εκείτο πλησίον εις το χωράφιον της, όπου παλαιότερα υπήρχε Ι. Παρεκκλήσιον.
Εκεί αφού της υπέδειξε το σημείο, της είπε να σκάψουν οι κάτοικοι του χωρίου και να κτίσουν μία εκκλησίαν εις το όνομά Της. Αμέσως μετά η Παναγία εξαφανίστηκε.
Η ευλαβής Γερόντισσα Γερακίνα θεώρησε το όραμα αυτό δαιμονική φαντασία και δεν είπε τίποτε σε κανένα. Αλλά την επομένη νύκτα παρουσιάζεται πάλι εις τον ύπνον της η Παναγία, δίδοντάς της, τις ίδιες εντολές.
Μετά και από την δεύτερη αυτή οπτασία η ευλαβής Γερακίνα λαμβάνει θάρρος και ομιλεί εις έξι προύχοντες των Ρεβενικίων δι’ όλα όσα είδε εις τον ύπνον της, αλλά δυστυχώς αυτοί, όχι μόνο δεν την επίστεψαν, αλλά την εχλεύασαν και την θεώρησαν πλανεμένη.
Η Γερόντισσα επιστρέφει εις την καλύβην της θλιμμένη και απογοητευμένη και τότε την ημέραν εις την εργασίαν της βλέπει οφθαλμοφανώς πλέον και όχι εις τον ύπνον της, την ιδίαν την Υπεραγίαν Θεοτόκον, η οποία εξήλθε μέσα από τα δένδρα, περιβαλλομένη από άπλετο φως και εις την συγκεκριμένη πάλιν τοποθεσία «Άγιος Κωνσταντίνος».
Τότε της λέγει προστακτικά και με αυστηρό ύφος να σκάψουν εις το συγκεκριμένον σημείον, ειδάλλως θανατηφόρος ασθένεια θα επέλθη πρώτα εις τα ζώα και έπειτα εις τους ιδίους τους κατοίκους των Ρεβενικίων.
Της δίδει δε, η ιδία η Υπ. Θεοτόκος ένα χρυσόν φλωρίον, ως απόδειξι της εμφανίσεώς της, λέγοντας της να σταυρώνη με αυτό τους ασθενείς και τα πάσχοντα ζώα και αυτά θα εθεραπεύοντο!
Η ευλογημένη τότε Γερόντισσα πλήρους θάρρους και χαράς, αλλά και μετά δακρύων αφηγείται όλα αυτά εις τους πρώτους του χωρίου, δεικνύοντας τους, διά του λόγου το αληθές και το νόμισμα, το οποίο έλαβε από την Παναγία.
Αυτοί όμως και πάλι δεν επίστεψαν, ακόμη και ο ιερεύς του χωρίου απιστούσε εις όλα αυτά που έλεγε η ηλικιωμένη γυναίκα.
Τότε θανατηφόρος ασθένεια ενεφανίσθη εις τα ζώα τους, προς σωφρονισμόν τους. Θεωρώντας δε αυτήν την ασθένεια ως θεία τιμωρία διά την απιστίαν τους, αποφασίζουν όλοι οι Ρεβενικιώτες να σκάψουν εις τον «Άγιον Κωνσταντίνον» αφού πρώτα έκοψαν όλα τα μεγάλα δένδρα της περιοχής.
Παρών καθ’ όλη την διάρκεια της εκσκαφής ήτο και ο τότε Μητροπολίτης της περιοχής, ο Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιωαννίκιος.
Μετά από πολλές ημέρες και αφού ήδη είχαν σκάψει αρκετά μέτρα κάτω από το έδαφος, επιτέλους εύρον την θαυματουργόν εικόνα της Υπ. Θεοτόκου, όχι ιδιαιτέρως μεγάλων διαστάσεων, εις τον τύπον της Παναγίας της Οδηγητρίας.
Ανασηκώνοντας την ιεράν εικόνα, ευθύς ανάβλυσε άφθονον ύδωρ. Αυτό το αγίασμα ρέει με την ίδια ποσότητα μετά από τόσα έτη, κάτω ακριβώς από την Αγία Τράπεζα του σημερινού Ι. Ναού, ενώ παροχετεύθηκε με ειδικούς σωλήνες διά να εξέρχεται κάτωθεν του προαυλίου χώρου της εκκλησίας, προς διευκόλυνσιν του αγιασμού των πιστών.
Ύστερα από την εύρεσιν της θαυματουργού εικόνος, η οποία ήτο έργον του ευαγγελιστού Λουκά, ανυπολογίστου αξίας, άπειρα θαύματα συνέβησαν, εις όσους με πίστιν και ευλάβειαν προσήρχοντο, όχι μόνο ορθοδόξους αλλά και ετεροδόξους!
Επειδή δε η φήμη των θαυμάτων διεδόθη αστραπιαίως, ήρχισαν να καταφθάνουν όχι μόνον από την Χαλκιδική, αλλά και από την υπόλοιπον Ελλάδα πολλοί τυφλοί, ανάπηροι, δαιμονιζόμενοι και εθεραπεύοντο πλήρως.
Τοιουτοτρόπως το μικρόν παρεκκλήσιον λόγω των πολλαπλών θαυμάτων της Ι. εικόνος, όπου εφυλάσσετο αυτή, αλλά και του αγιάσματος, κατέστη άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ και άλλη Ζωοδόχος πηγή.
Ωσαύτως, επειδή το Ι. Προσκύνημα των Ρεβενικίων κατέστη πανελληνίως γνωστόν, ολίγα έτη μετά την εύρεσιν της Ι. εικόνος, ανηγέρθη μεγαλοπρεπής Ναός σε ρυθμό βασιλικής, εις ανάμνησιν της ευρέσεως της Ι. εικόνος, εις τον τόπον που υπέδειξεν η ιδία η Παναγία.
Τα εγκαίνια δε του νέου Ναού ετέλεσε μετά πάσης επισημότητος ο Μητροπολίτης Ιερισσού και Αγίου Όρους Ιωαννίκιος κατά το έτος 1863.
Το δε χειροποίητον τέμπλον, το κουβούκλιον της Αγίας Τραπέζης, ο αρχιερατικός θρόνος και ο άμβων του Ι. Ναού είναι από τα ωραιότερα αριστουργήματα ξυλογλυπτικής τέχνης. Εξαιτίας δε του μεγάλου αυτού θαύματος, η κοινότης των Ρεβενικίων μετωνομάσθη εις Μεγάλην Παναγίαν.
Το χρονικόν της ευρέσεως της Ι. εικόνος της Μεγ. Παναγίας, ήτο πανομοιότυπον με αυτό της ευρέσεως της Ι. εικόνος της Παναγίας της Μεγαλόχαρης της Τήνου, τον Ιούλιο του 1822, όταν και εκεί ενεφανίσθη η Υπ. Θεοτόκος εις μίαν μοναχή, την μετέπειτα Αγία Πελαγία, διά να σκάψουν και να ανακαλύψουν την Ι. εικόνα της Παναγίας Ευαγγελιστρίας.
Ο Μητροπολίτης Ιερισσού Διονύσιος ολίγο χρόνο μετά την ενθρόνισί του, λόγω φόβου μήπως κλαπή η Ι. εικών αποφάσισε να μεταφερθεί και να φυλαχθή εις την έδρα της Μητροπόλεως, εις την Αρναία.
Η μεγάλη ευλάβεια όμως των κατοίκων της Μεγάλης Παναγίας δεν το εδέχθη αυτό και μία ευλαβής γυναίκα, παρούσης και της αστυνομίας, άρπαξε από τας χείρας του Μητροπολίτου Διονυσίου την ιερά εικόνα και αφού την ετύλιξε εις την ποδιά της, του είπε ότι «η εικόνα έπρεπε να παραμείνει στο Ι. Προσκύνημα και στον τόπο όπου βρέθηκε!».
Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου όμως, επειδή ελλόχευε ο κίνδυνος η εικόνα να καταστραφή, μετεφέρθη και εφιλοξενείτο εις οικίας ευλαβών κατοίκων της κοινότητος της Μεγ. Παναγίας.
Το δε έτος 1951, εις τας 2 Ιουλίου η θαυματουργός Ι. εικών επέστρεψε πανηγυρικώς εις τον Ιερόν Προσκύνημα της με λιτανευτική πομπή και εν συνεχεία ετελέσθη Μέγας Αρχιερατικός Εσπερινός και Πανηγυρική Αρχιερατική Θ. Λειτουργία ιερουργούντος του τότε Μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου Διονυσίου.
Διασώζεται δε έως την σήμερον εις το ιερόν Βήμα του Ι. Ναού του προσκυνήματος, αρχιερατικόν γράμμα του ποιμενάρχου Διονυσίου διά την όλη τελετή της επαναφοράς της Ι. εικόνος.
Πολλά έτη μετά, και συγκεκριμένα τα μεσάνυκτα της 17ης Απριλίου 1978, εν μέσω πρωτοφανούς καταιγίδος, η Ι. εικών εκλάπη μαζί με όλα τα τιμαλφή αφιερώματα, πάρα πολλά χρυσαφικά, τα οποία η ευγνωμοσύνη των ιαθέντων ευλαβών χριστιανών, αφιέρωσε εις την χάριν της Υπ. Θεοτόκου.
Την επομένη το πρωί, η τότε νεωκόρος Μονεβασία Λαμπριανίδη, η μετέπειτα μοναχή Μαριάμ, ανοίγοντας τον Ι. Ναό, όπως η ίδια αφηγείτο, είδε εις το τέμπλον να είναι μόνο το πλαίσιον της Ι. εικόνος η δε σιδερένια θήκη που προφύλασσε την Ι. εικόνα από την πίσω πλευρά του τέμπλου, παραβιασμένη, όπως και οι δύο μεγάλες κλειδαριές σπασμένες.
Ευρέθη δε ένα παράθυρο από το δεξιό κλίτος του Ναού με τα κάγκελλά του κομμένα και λυγισμένα. Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία και ο τότε Μητροπολίτης Ιερισσού Παύλος.
Από συμπεράσματα της τότε ελληνικής αστυνομίας ίσως οι διαρρήκτες να μην ηδύναντο να εισχωρήσουν από αυτό το παράθυρο του δεξιού κλίτους, επειδή η διάμετρος του ήτο πολύ μικρή, διά να χωρέσει ένα ανθρώπινο σώμα και να εισήλθον εις τον Ι. Ναό από την κεντρική θύρα με αντικλείδια. Άνοιξαν δε το παράθυρο προς παραπλάνησι των αρχών.
Εξαιτίας δε της καταρρακτώδους βροχής και των αστραπών εκείνης της νύκτας, δεν έγιναν αντιληπτοί από κανένα.
Τρία έτη μετά την κλοπή της Ι. εικόνος και ευθύς αμέσως μετά την ενθρόνισί του ο τότε ευλαβέστατος Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος, πληροφορηθείς το όλο ιστορικόν του Ι. Προσκυνήματος, ετοποθέτησε εις την θέσιν της θαυματουργού Ι. εικόνος μία άλλη εξίσου αρχαία εικόνα της Θεοτόκου η οποία εφυλάσσετο εντός του Ι. Βήματος του Ι. Ναού.
Επειδή όμως η χάρις και η ευλογία της Υπεραγίας Θεοτόκου δι’ αυτόν τον τόπο ήτο αστείρευτος και διηνεκής, και αυτή η Ι εικών επιτελούσε θαύματα αναρίθμητα!
Ο ίδιος μάλιστα ο Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος ανέφερε εις ένα κήρυγμά του, λίγο χρόνο μετά την τοποθέτησι της δεύτερης Ι. εικόνος εις το τέμπλον του Ναού, ότι ήλθον ευλαβείς κάτοικοι της πόλεως του Διδυμοτείχου, οι οποίοι ανέφερον στον ίδιο προσωπικά, ότι ήλθον εις το Ι. Προσκύνημα, εάν και δεν εγνώριζον που ευρίσκεται αυτό, κατόπιν φανερώσεως, θείω βουλήματι, της Υπ. Θεοτόκου, η οποία και τους υπέδειξε τον συγκεκριμένο τόπο!
Εκατοντάδες δε προσκυνητές έως σήμερον «δεκαπέντιζαν», δηλαδή παρέμενον καθ’ όλη την διάρκεια του Δεκαπενταυγούστου εις το Ι. Προσκύνημα της Μεγάλης Παναγίας, διαμένοντας σε πρόχειρους καταυλισμούς, ενώ αργότερα σε ξύλινους ξενώνες.
Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Ιερισσού Νικόδημος Αναγνώστου, επειδή ηγάπησε υπερβαλλόντως τον ευλογημένο αυτόν τόπο, κατά τα έτη 1982 έως και 1996 μετέφερε την έδρα της Ι. Μητροπόλεως του εις το Ι. Προσκύνημα, διαμένων ο ίδιος εκεί επί μονίμου βάσεως, εις το άλλοτε παλαιό θερινό επισκοπείο της Μητροπόλεως Ιερισσού, το οποίο και ανεκαίνισε εκ βάθρων.
Ανήγειρε προνοία του νέα κτίρια, σύγχρονους ξενώνες διά τους προσκυνητάς, ενώ ανεμορφώθη ο προαύλιος χώρος αλλά και περιεφράχθη.
Παραλλήλως αγιογραφήθηκε δι’ ενεργειών του το εσωτερικό του Ι. Ναού, εκτίσθη νάρθηκας και εξωνάρθηκας, καθώς και μεγαλοπρεπές κωδωνοστάσιο, αντικαταστήσας το σιδερένιο παλαιό.
Επί αρχιερατείας του αοιδίμου Ιεράρχου Νικοδήμου, ετελούντο καθημερινώς και καθ’ όλη την διάρκεια του έτους όλεςι οι ιερές ακολουθίες, διορίσας μόνιμο εφημέριο ιερέα, ούτως ώστε να υποδέχεται κάθε ημέρα και να εξυπηρετεί τους πολυπληθείς προσκυνητάς.
Εδώρησε δε, ο ίδιος ο αοίδιμος Μητροπολίτης Νικόδημος προσωπικά του τεμάχια των Ι. Λειψάνων των Αγίων Νεομαρτύρων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης εις το Ι. Προσκύνημα, προς ευλογίαν και αγιασμόν των πιστών.
Καθ’ όλο τον μήνα Αύγουστο ετελούντο όρθρος, Θ. Λειτουργία, Εσπερινός και Ι. Παράκλησις της Θεοτόκου, χοροστατούντος του ιδίου. Κατ’ έτος ετελούσε ανελλιπώς πολύωρον Ι. Αγρυπνία διά να επιτρέψη και να ευλογήση η Κυρία Θεοτόκος να ευρεθή η Ι. εικών Της.
Πολλάκις δε, ο Μακαριστός Μητροπολίτης Νικόδημος εις τα κηρύγματά του, αλλά και εις τας ποιμαντορικάς εγκυκλίους του εξέφραζε την απορίαν, το παράπονον, αλλά και τον προβληματισμόν του, διατί μετά τόσα έτη παρά τις επιστάμενες έρευνες της Μητροπόλεως αλλά και της πολιτείας, η Ι. εικών δεν κατέστη δυνατόν να ευρεθή.
Ο ίδιος δε, έδιδε την ταπεινή και αφοπλιστική απάντησι, διατί δεν ανευρέθη η Ι. εικών: «Διά τας αμαρτίας μας, διά την ασέβειαν και αδιαφορίαν μας. Να αναλάβωμεν την ευθύνην των πράξεών μας, της ζωής μας όλης και να οδηγηθώμεν εις μετάνοιαν, εις ταπείνωσιν, εις εκζήτησιν της θείας συγγνώμης, εις θερμήν προσευχήν και ικεσίαν, εις επίγνωσιν και βίωσιν της αμωμήτου ημών πίστεως και ευσεβείας», όπως χαρακτηριστικώς ανέφερε εις την ποιμαντορικήν εγκύκλιόν του, που εξέδωσε το 2008 διά το θλιβερόν αυτό γεγονός της κλοπής της Ι. εικόνος.
Εζητούσε δε ένδακρυς, ο άξιος κατά πάντα μακαριστός ποιμενάρχης Νικόδημος την θεία συγγνώμη και το έλεος, εξαιρέτως υπό της Υπεραγίας Θεοτόκου.
Με σεπτή εντολή του το έτος 2008 αφιερώθη εις την κλαπείσαν Ι. εικόνα της Μ. Παναγίας «επί τη συμπληρώσει τριάκοντα ετών από της αποφράδος εκείνης νυκτός του έτους 1978, όταν βέβηλα χέρια ιερόσυλων και ασεβών ανθρώπων και ιεροκάπηλων, έκλεψαν την θαυματουργόν εικόνα της Παναγίας» όπως πάλι ανέφερε ο μακαριστός ιεράρχης εις την ιδίαν εγκύκλιόν του.
Συνεχώς, αλλά και κατά την διάρκειαν της μεγάλης αγρυπνίας, την οποία ετέλεσε ο ίδιος ο αξιομακάριστος Ιεράρχης Νικόδημος την 17ην Απριλίου του έτους 2008, ποιούσε «έκκλησιν εις τους ευσεβείς χριστιανούς και τους ευλαβείς προσκυνητάς του Ι. Προσκυνήματος να κάμουν θερμόν αίτημα προσευχής, δεήσεως και της εκζητήσεως της συγγνώμης της Κυρίας Θεοτόκου διά την επιστροφήν της Ι. εικόνος της, διότι τούτο θα είναι το δεύτερον θαύμα της ευρέσεως την Ι. εικόνος της Παναγίας, το οποίον θα δοξάση τον Θεόν, θα μεγαλύνη την Εκκλησίαν και θα παρηγορήση τους ευσεβείς και πιστούς Χριστιανούς.
Εάν όμως δεν υπάρξη πλήρης μεταμέλεια και συντριβή εις τας ψυχάς των ανθρώπων, η ιερά εικών δεν θα επανέλθη εις τον τόπον ευρέσεως της», ανέφερε ο σεπτός ποιμενάρχης Νικόδημος.
Ωσαύτως, επειδή το Ι. Προσκύνημα κατέστη δι’ ενεργειών του μακαριστού Ιερισσού Νικοδήμου Πνευματικό Κέντρον όλης της Μητροπόλεως, ο δραστήριος και ακούραστος πρωτοσύγκελλος της Ι. Μητροπόλεως Ιερισσού π. Χρυσόστομος Μαϊδώνης, ως υπεύθυνος του νεανικού έργου και της κατηχήσεως, με την ευλογία του αειμνήστου Μητροπολίτου, ίδρυσε εις το Ι. Προσκύνημα εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, όπου εφιλοξενούντο τριακόσια περίπου παιδιά όλων των ηλικιών.
Όπως δε ανέφερε εις μίαν ποιμαντορικήν εγκύκλιόν του, ο αοίδιμος Ιερισσού Νικόδημος, «το Ιερόν Προσκύνημα αποτελεί μεγάλη ευλογία της Παναγίας δι’ όλην την επαρχίαν μας και το αισθανόμεθα όλοι ως μεγάλη παρηγορία μας εις την κατάθλιψιν της ζωής.
Η θαυματουργική παρουσία της Παναγίας εις τον χώρον της ευρέσεως της Ι. εικόνος της αναπαύει πολλούς χριστιανούς, οι οποίοι προσέρχονται με πολλήν ευλάβειαν, διά να προσευχηθούν και να προσκυνήσουν την θείαν χάριν της».
Όσον αφορά δε την έκβασιν των ερευνών διά την υπόθεσιν της κλοπής της Ι. εικόνος, ελέχθησαν κατά καιρούς πολλά και διάφορα. Άλλοι είπον, ότι οι δράστες συνελήφθησαν, υπέδειξαν τα κλοπιμαία, αλλά η Ι εικών δεν ανευρέθη ανάμεσα εις αυτά. Άλλοι ότι ευρίσκεται εις την προσωπικήν συλλογήν κάποιου συλλέκτη, άλλοι δε εις κάποια γκαλερί του εξωτερικού.
Ανεξαρτήτως όμως όλων αυτών των υποθέσεων και εικασιών, ουδείς γνωρίζει πραγματικώς που κρύπτεται η Ι. εικών της Θεοτόκου.
Ο Μακαριστός Μητροπολίτης και αλησμόνητος Γέροντας μας Ιερισσού, κυρός Νικόδημος, ο οποίος επί 31 έτη εφώτιζε και ελάμπρυνε με την σεπτή και ευλαβική παρουσία του, ως λύχνος άσβεστος όλη την ιερά μητρόπολίν του, ηγάπησε και ελάτρευσε ανυπερθέτως και υπερβαλλόντως το πάνσεπτον και θεοτίμητον πρόσωπον της Υπ. Θεοτόκου καθ’ όλη την διάρκεια του επιγείου βίου του.
Η Κυρία Θεοτόκος τον εκάλεσε πλησίον της εις την 16ην Σεπτεμβρίου 2012, χωρίς όμως να αξιωθή να ιδή την εύρεσιν της Ι. εικόνος. Ασφαλώς βέβαια από εκεί όπου τώρα ευρίσκεται, γνωρίζει που επαναπαύεται η Ι. εικών της…
Παρά ταύτα, ευλαβείς προσκυνηταί συνεχίζουν να κατακλύζουν καθ’ όλη την διάρκεια του έτους το Ι. Προσκύνημα της Μ. Παναγίας, διά να λάβουν την χάριν και την άμετρον ευλογίαν της Υπ. Θεοτόκου, σ’ έναν τόπο, όπου καθαγιάστηκε από την ίδια την θαυματουργήν παρουσίαν Της.
Εισερχόμενος δε, ο προσκυνητής εντός του Ι. Ναού και ευρισκόμενος μέσα εις την ήρεμον και κατανυκτική ατμόσφαιράν του, νοιώθει ρίγη συγκινήσεως, όταν ενθυμείται, ότι εκεί ακριβώς πριν πολλά έτη, εβάδιζε η ιδία η Κυρία Θεοτόκος!
Πολλοί θεοσεβείς κάτοικοι της κοινότητος της Μεγ. Παναγίας, αλλά και της Χαλκιδικής γενικώτερα, έχουν ακράδαντο την πίστι αλλά και την ελπίδα, ότι η Παναγία, η μητέρα, η καταφυγή, η σκέπη και το μέγα φυλακτήριον πάντων ημών, θα δεήση να ευρεθή η κλαπείσα Ι. εικών της και να επιστρέψη εκεί, όπου ανεκαλύφθη, 153 έτη μετά την εύρεσίν της και 35 έτη από την φοβερά εκείνη νύκτα της κλοπής της.
Γένοιτο, Αμήν!
Γένοιτο, Αμήν!
Γράφει ο Άγγελος Ν. Πάκλαρας, Θεολόγος | Romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου