Η Νίκη της Σαμοθράκης και η Αφροδίτη της Μήλου συναντιούνται τις νύχτες στο Λούβρο. Ξεχνούν για λίγο τη φυλακή τους και το μυαλό του ταξιδεύει στην αλησμόνητη πατρίδα
Η σιωπή, σχεδόν απόκοσμη, κυριαρχούσε στις αίθουσες, ενώ ο φωτισμός ασφαλείας δημιουργούσε μια αίσθηση μυστηρίου, στην οποία βέβαια οι φύλακες είχαν συνηθίσει και δεν τους έκανε την παραμικρή εντύπωση.
Η σιωπή, σχεδόν απόκοσμη, κυριαρχούσε στις αίθουσες, ενώ ο φωτισμός ασφαλείας δημιουργούσε μια αίσθηση μυστηρίου, στην οποία βέβαια οι φύλακες είχαν συνηθίσει και δεν τους έκανε την παραμικρή εντύπωση.
Αργά τη νύχτα το μουσείο ήταν βουβό, προσμένοντας το επόμενο πρωί που, όπως πάντα, τα πλήθη θα συνέρρεαν για να θαυμάσουν τους μύριους όσους πίνακες, γλυπτά και αντικείμενα τέχνης απ' όλο τον κόσμο που στόλιζαν τις αίθουσες.
Αίφνης η σιωπή ανάλαφρα έσπασε από ένα φτερούγισμα που το ακολούθησε ένας απότομος γδούπος. Κάτι πολύ βαρύ είχε πέσει σ' έναν τοίχο. Για λίγο σιωπή και μετά ξανά το φτερούγισμα και ένα γέλιο. Το αιώνιο χαμόγελο της Τζοκόντας είχε ανοίξει σε χάχανο.
«Η Νίκη πάει να βρει τη φίλη της», είπε η κυρία από την Ιταλία, «αλλά τι περιμένεις; Χωρίς κεφάλι άρα και μάτια, κουτούλησε πάλι».
Συμβαίνουν ακόμα θαύματα; Προφανώς! Το τρίμετρο (και) άγαλμα από τη Σαμοθράκη φτερούγιζε με χάρη περνώντας, με κάποια δυσκολία είναι η αλήθεια, από χώρο σε χώρο προκειμένου να συναντήσει το κορίτσι από τη Μήλο.
Η Αφροδίτη είχε ήδη κατέβει από το βάθρο της που το χρησιμοποιούσε πια ως σκαμνάκι. Το ένδυμά της είχε πέσει στο πάτωμα, ατυχώς όμως δεν μπορούσε να το συμμαζέψει αφού της έλειπαν τα χέρια.
«Ας όψονται οι Γάλλοι κι οι νησιώτες που καβγάδισαν μαζί τους για τα λεφτά. Εμεινα εγώ κουλή κι αυτοί τι πήραν; Τετρακόσια γρόσια! Μα είναι αυτή τιμή για μια θεά;», αναρωτήθηκε εκνευρισμένη.
«Ασε τη μουρμούρα», της είπε η Νίκη που προσγειώθηκε δίπλα της και με το φτερό της ανασήκωσε το πεσμένο ρούχο ρίχνοντάς το πάνω στους ώμους της Αφροδίτης.
«Οταν φύγεις να θυμηθείς να μου το περάσεις πάλι στους γοφούς, διαφορετικά θα έχουμε φασαρίες με το διευθυντή του μουσείου», της είπε εκείνη και ξαναβολεύτηκε.
Για λίγο σιωπή. Η Αφροδίτη περιεργαζόταν προσεκτικά τη Νίκη.
«Πώς σου φαίνομαι;», τη ρώτησε εκείνη.
«Μια χαρά σε καθάρισαν», της απάντησε. «Ε, βέβαια, έτσι θα σε άφηναν; Επί της υποδοχής σε έχουν και πρέπει να λάμπεις».
«Πάλι καλά να λες που έχει προχωρήσει από τον καιρό μας η τεχνολογία. Από την άλλη μεριά της Μάγχης είχαν καθαρίσει με ξυστρί πριν από χρόνια τα γλυπτά του Παρθενώνα και τα έκαναν σαν τα μούτρα τους. Βάρβαροι, παιδί μου. Οχι πως οι Γάλλοι είναι καλύτεροι. Αναρωτιέμαι τι δουλειά έχουμε εμείς εδώ...», είπε η Νίκη και δίπλωσε τις φτερούγες της.
«Κι εγώ το ίδιο, χρυσή μου. Ειδικά τώρα, αυγουστιάτικα, που φυσάνε τα μελτεμάκια στο Αιγαίο. Θα μπορούσαμε να είμαστε η κάθε μια στο νησί της και να τα απολαμβάνουμε. Αλλά μας ανακάλυψαν νωρίς. Εσένα ο Σαμπουαζό το 1813. Εβαλε, βέβαια, το χεράκι του εκείνος ο δικός μας εργάτης που του φώναξε "Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα". Που να του έκοβε ο Δίας τη γλώσσα. Μέχρι να σε φορτώσουν στο καράβι και να σε φέρουν στο Λούβρο δεινοπάθησες, έρημη», της είπε η Αφροδίτη. Προς στιγμήν πήγε να της χαϊδέψει καθησυχαστικά το γόνατο, αλλά μετά θυμήθηκε πως δεν είχε χέρια.
Η Νίκη, έχοντας αντιληφθεί την πρόθεση της φιλενάδας της, την ακράγγιξε με τη μια φτερούγα της και της είπε: «Γιατί, καρδιά μου, εσύ λίγα πέρασες; Σε ξέθαψε εκείνος ο θεοκατάρατος ο Κεντρωτάς το 1820 κι άρχισε αμέσως τα παζάρια με τους Γάλλους. Μη χάσει ο αφιλότιμος. Θα μου πεις, κι εσύ κι εγώ στη δικαιοδοσία του σουλτάνου ήμασταν τότε, αλλά, βρε παιδί μου, έπρεπε ν' αποκτήσουν οι Ελληνες κράτος για να μας εκτιμήσουν; Τότε δεν μπορούσαν να μας κρύψουν και να μας ανακαλύψουν αργότερα;».
«Αυτό λέω κι εγώ. Σαν τα κορίτσια από τις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες μάς φέρθηκαν. Οποιος είχε λεφτά μπορούσε να μας αγοράσει», τη διέκοψε η Αφροδίτη.
«Και το χειρότερο είναι πως δεν κάνουν καμιά προσπάθεια οι δικοί μας, τώρα που ξύπνησαν επιτέλους, να μας πάρουν πίσω. Εχουν βρει πάτημα για τα γλυπτά του Παρθενώνα, ότι αποτελούν τμήμα συνόλου και τα ζητάνε, αλλά για μας κουβέντα», σχολίασε η Νίκη.
«Τα πάνω-κάτω πρέπει να έρθουν για να τους τα δώσουν πίσω οι Αγγλοι. Σάμπως έχουν και τίποτα δικό τους στο Βρετανικό Μουσείο; Αν έπαιρνε φόρα η ανθρωπότητα και ζήταγε τον πλούτο της, τότε θα σου 'λεγα εγώ. Θα έμεναν οι Ευρωπαίοι με τα μουσεία τους στο χέρι. Που αν δεν υπήρχαν κάτι πολιτισμοί σαν το δικό μας να τα γεμίζουν, σε καμαράκι ένα επί δύο θα έβαζαν τα εκθέματα των δικών τους πολιτισμών», είπε η Αφροδίτη και, υψώνοντας τη φωνή της, πρόσθεσε: «Κι εσείς, Μόνα Λίζα, πάτε πίσω στο κάδρο σας και μην κρυφακούτε. Ξενιτεμένη είστε επίσης».
«Ελα μωρέ, μην την αποπαίρνεις την καημένη την Ιταλίδα, παρεούλα θέλει», προσπάθησε να την καθησυχάσει η Νίκη, αλλά η άλλη το χαβά της.
«Καταρχήν είναι νεότερή μας και κατά δεύτερο λόγο εμείς είμαστε πλάσματα του άλλου κόσμου. Επιπλέον, δε, είμαστε ωραίες και αιώνιες. Δεν καθόμαστε σ' ένα κάδρο με κολλημένο το χαμόγελο στα χείλη. Γιατί δηλαδή χαμογελάει η κυρία; Χαίρεται που είναι στο Λούβρο;», αναρωτήθηκε η θεά.
«Γιατί, πουλάκι μου, έτσι την έφτιαξε ο Λεονάρντο. Τι να σου κάνει κι αυτή η έρημη;», της απάντησε το κορίτσι από τη Σαμοθράκη κι αμέσως πρόσθεσε: «Τουλάχιστον αυτή είναι άρτια. Ενώ εμείς; Αχ μωρέ, είναι φορές που σκέπτομαι πως αν μας είχαν βρει λίγο αργότερα, εκεί προς τις αρχές του 1900, τι καλά που θα ήμασταν στην πατρίδα. Ακόμα κι αν δεν μας άφηναν στα νησιά μας, ακόμα κι αν μας είχαν πάει στην Αθήνα στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Θα κάναμε παρέα κάθε βράδυ μ' όλους τους συγγενείς μας. Μια χαρά θα περνούσαμε, άσε που θ' ακούγαμε και τη γλώσσα μας».
«Ε, καλά και τώρα την ακούμε. Ολο και περνάει κανένας Ελληνας. Εγώ βέβαια με τους συγγενείς είχα τα σχετικά μπλεξίματα, άσε πια με τον Ηφαιστο. Μέσα στη ζήλια ήταν. Μα φταίω εγώ που βγήκα κούκλα;», αναρωτήθηκε η Αφροδίτη.
Για λίγο σιώπησαν. Η μνήμη της πατρίδας τις έκαιγε. Και μια στις τόσες που η μια πήγαινε να βρει την άλλη, δεν είχαν άλλη κουβέντα. Της μιας με το κεφάλι όλο και της ξέφευγε κανένα δάκρυ που της το σκούπιζε η άλλη με τις φτερούγες που τρεμόπαιζαν από τη συγκίνηση. Βλέπετε, μέσα στα μαρμάρινα σώματα τα δυο κορίτσια διατηρούν αθώα καρδιά, αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στους άρπαγές τους.
«Αφροδίτη, λέω να πηγαίνω σιγά σιγά. Οπου να 'ναι ανοίγουμε και θα πρέπει να στηθώ ξανά στο θυρωρείο. Στάσου στο βάθρο να σου φορέσω το ρουχάκι σου», είπε η Σαμοθρακιώτισσα και τακτοποίησε τη φίλη της.
«Καλή δύναμη», της ευχήθηκε η θεά βλέποντάς την, όπως τόσες φορές, να υψώνεται αέρινη. «Και να μη χάνεσαι. Θα μαράγκιαζα μονάχη μου χωρίς εσένα εδώ μέσα». 7
ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΣΙΑΦΚΟΥ
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=442483
Καταπληκτικο!!! Και παντα επικαιρο....και παντα θα το ζηταμε...πρεπει να γυρισουν μας ανηκουν..το παραπονο τους,η φλογα του γυρισμου ....και δικβ μας φλογα..
ΑπάντησηΔιαγραφήΦανταστικό ..μπράβο μια ελπιδοφόρα ταλαντούχα φωνή εκφράζει το μαράζι της μάνας Ελλάδας που χάνει τα παιδιά της ΧΙΛΙΑ ΜΠΡΑΒΟ!!!!Χτυπά η ελληνική ψυχή χτυπά κι όπου χρειάζεται υψ΄ωνει φωνή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή