Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς.
Η μεγάλη κοινωνική σύγκρουση στην Αθήνα του 19oυ αιώνα
Σχεδόν στην αφάνεια παραμένει η μεγάλη κοινωνική αντιπαράθεση που ξέσπασε στην Αθήνα, την τελευταία εικοσιπενταετία του 19ου αιώνα. «Χαβιαροχανίτες» και «Χρυσοκάνθαρους» αποκαλούσαν ο λαός και τα λαϊκά έντυπά του τους νεόπλουτους που επρόκειτο να διαμορφώσουν την ανύπαρκτη αστική τάξη και να κομίσουν μεγάλες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Συνδέθηκαν με τον Χαρίλαο Τρικούπη και στην εμφάνισή τους αντέδρασε το γηγενές λαϊκό αθηναϊκό στοιχείο, καθώς και όλοι εκείνοι που είχαν συρρεύσει από τις επαρχίες αναζητώντας καλύτερη τύχη και ζωή. Όπως ήταν αυτονόητο, οι τελευταίοι βγήκαν ηττημένοι από αυτή την αντιπαράθεση. Ωστόσο, χρησιμοποίησαν σε υπερθετικό βαθμό τη σάτιρα και το λαϊκό σκώμμα, έδωσαν επί πολλά χρόνια τον όμορφο αγώνα τους για να φύγουν ηττημένοι παραδίδοντας τη θέση τους στη νέα Αθήνα, των πολυτελών μεγάρων και των ευρωπαϊκών συνηθειών.
Αναμφισβήτητα η εμφάνιση του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική σκηνή υπήρξε ορόσημο. Από τότε παρατηρείται αξιοσημείωτη πρόοδος σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Επίκεντρο της κίνησης αυτής υπήρξε η Αθήνα. Πολλοί Έλληνες ομογενείς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει σημαντικές περιουσίες, εγκαθίστανται στην αναπτυσσόμενη και πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα. Ανήγειραν μέγαρα και άνοιγαν τις πολυτελείς αίθουσές τους, μεταφέροντας και τις συνήθειες της ευρωπαϊκής ζωής.
Πλούτος και πολυτέλεια, χαρακτηριστικά μάλλον άγνωστα στη μικρή και φτωχή κοινωνία της ελληνικής πρωτεύουσας, η οποία ήταν συνηθισμένη σε εκδηλώσεις «χαμηλών τόνων», σε οικογενειακές ή γειτονικές συναθροίσεις. Έτσι, οι –κυριολεκτικά– αφελείς Αθηναίοι σκανδαλίζονταν από τη σπάταλη ζωή και την πολυτέλεια των νέων αθηναϊκών μεγάρων. «Διέβλεπαν μυρίους κινδύνους εκ της εισαγωγής ξένων εξεων, όχι μόνον ένεκα της οικονομικής καταστάσεως της χώρας, αλλά και εκ της παραφθοράς των ηθών, των χαρακτηριζόντων την ελληνικήν κοινωνίαν», όπως έγραψε ο Βελλιανίτης, συμπληρώνοντας, ωστόσο, ότι «ο ρους της ζωης δεν ηδύνατο νa σταματήση, η δε μεταβολή αύτη ήτο συνέπεια της γενικής προόδου».
Χαρίλαος Τρικούπης, πλούσιοι και αφελείς
Αναμφισβήτητα η εμφάνιση του Χαρίλαου Τρικούπη στην πολιτική σκηνή υπήρξε ορόσημο. Από τότε παρατηρείται αξιοσημείωτη πρόοδος σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Επίκεντρο της κίνησης αυτής υπήρξε η Αθήνα. Πολλοί Έλληνες ομογενείς, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει σημαντικές περιουσίες, εγκαθίστανται στην αναπτυσσόμενη και πολλά υποσχόμενη πρωτεύουσα. Ανήγειραν μέγαρα και άνοιγαν τις πολυτελείς αίθουσές τους, μεταφέροντας και τις συνήθειες της ευρωπαϊκής ζωής.
Πλούτος και πολυτέλεια, χαρακτηριστικά μάλλον άγνωστα στη μικρή και φτωχή κοινωνία της ελληνικής πρωτεύουσας, η οποία ήταν συνηθισμένη σε εκδηλώσεις «χαμηλών τόνων», σε οικογενειακές ή γειτονικές συναθροίσεις. Έτσι, οι –κυριολεκτικά– αφελείς Αθηναίοι σκανδαλίζονταν από τη σπάταλη ζωή και την πολυτέλεια των νέων αθηναϊκών μεγάρων. «Διέβλεπαν μυρίους κινδύνους εκ της εισαγωγής ξένων εξεων, όχι μόνον ένεκα της οικονομικής καταστάσεως της χώρας, αλλά και εκ της παραφθοράς των ηθών, των χαρακτηριζόντων την ελληνικήν κοινωνίαν», όπως έγραψε ο Βελλιανίτης, συμπληρώνοντας, ωστόσο, ότι «ο ρους της ζωης δεν ηδύνατο νa σταματήση, η δε μεταβολή αύτη ήτο συνέπεια της γενικής προόδου».
Το παρατσούκλι:
Χαβιαρόχανο (-ίτης)
Από πού προήλθαν οι ονομασίες χαβιαρόχανο και χαβιαροχανίτης που χρησιμοποιήθηκαν για να σατιρίζονται οι πλούσιοι ομογενείς, κυρίως οι προερχόμενοι από την Κωνσταντινούπολη; Το Χαβιαρόχανον ήταν σύμπλεγμα κτιρίων στον Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως, όπου υπήρχε ένα αρχαίο χάνι (ξενώνας). Το όνομά του οφειλόταν στο γεγονός ότι εκεί άνοιξαν καταστήματα χαβιαράδων. Από τα μέσα του 19ου αιώνα εγκαταστάθηκαν τραπεζιτικά και χρηματιστικά γραφεία, οπότε το Χαβιαρόχανο μετατράπηκε σε Χρηματιστήριο. Εκεί, κατά την περίοδο της ακμής του Ελληνισμού της Κωνσταντινουπόλεως, διεξάγονταν κολοσσιαίες εργασίες και σχηματίσθηκαν οι μεγάλες ελληνικές περιουσίες που σώζονταν μέχρι τα τέλη περίπου του 20ού αιώνα.
Το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε στο Χαβιαρόχανο. Τόση ήταν η κίνηση των εργασιών, ώστε μικρά τμήματα των διαδρόμων του Χαβιαρόχανου νοικιάζονταν αντί εκατοντάδων και χιλιάδων λιρών. Στους διαδρόμους αυτούς συνωθείτο το πλήθος των πολυάσχολων εμπόρων, μεσιτών, χρηματιστών, κολλυβιστών, αργυραμοιβών, αχθοφόρων που κουβαλούσαν σάκους χρυσών και αργυρών κοσμημάτων κ.λπ. Βαθμιαία το Χαβιαρόχανο απώλεσε τη σπουδαιότητά του και ήδη τη δεκαετία του 1930 οι άλλοτε πολυσύχναστοι διάδρομοί του κατήντησαν έρημοι, ιδιαίτερα αφού το Χρηματιστήριο μεταφέρθηκε σε ιδιαίτερο κτίριο. «Χαβαριοχανίτες», λοιπόν, η λαϊκή σάτιρα χαρακτήρισε τους Έλληνες ομογενείς που κατέβηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν κοινωνική δύναμη από την άποψη του πλούτου, αλλά και πολιτική δύναμη μέσω της επίδρασής τους στη συναλλαγματική κατάσταση της χώρας.
Το ελληνικό στοιχείο κυριαρχούσε στο Χαβιαρόχανο. Τόση ήταν η κίνηση των εργασιών, ώστε μικρά τμήματα των διαδρόμων του Χαβιαρόχανου νοικιάζονταν αντί εκατοντάδων και χιλιάδων λιρών. Στους διαδρόμους αυτούς συνωθείτο το πλήθος των πολυάσχολων εμπόρων, μεσιτών, χρηματιστών, κολλυβιστών, αργυραμοιβών, αχθοφόρων που κουβαλούσαν σάκους χρυσών και αργυρών κοσμημάτων κ.λπ. Βαθμιαία το Χαβιαρόχανο απώλεσε τη σπουδαιότητά του και ήδη τη δεκαετία του 1930 οι άλλοτε πολυσύχναστοι διάδρομοί του κατήντησαν έρημοι, ιδιαίτερα αφού το Χρηματιστήριο μεταφέρθηκε σε ιδιαίτερο κτίριο. «Χαβαριοχανίτες», λοιπόν, η λαϊκή σάτιρα χαρακτήρισε τους Έλληνες ομογενείς που κατέβηκαν από την Κωνσταντινούπολη. Απέκτησαν κοινωνική δύναμη από την άποψη του πλούτου, αλλά και πολιτική δύναμη μέσω της επίδρασής τους στη συναλλαγματική κατάσταση της χώρας.
Το παρατσούκλι:
«Χρυσοκάνθαρος»
«Χρυσοκάνθαρους», δε, γενικότερα τους πλούσιους ομογενείς που συνέρρευσαν και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα από οποιοδήποτε μέρος της υφηλίου. Οι πολυτάλαντοι ομογενείς δεν ήταν όλοι πρότυπα ευγενείας και λεπτότητας. Επιδείκνυαν προκλητικά τα πλούτη τους και εισήγαγαν νέα ήθη που προσέβαλλαν το τοπικό αίσθημα. Σατιρίζονταν και γελοιογραφούνταν από τον Θέμο Άννινο (1845-1916). Οι επιθέσεις έπαιρναν τη μορφή κοινωνικού σκανδάλου, δεδομένου ότι οι περισσότεροι προέρχονταν από τον τραπεζιτικό και εμπορικό κόσμο. Ήταν οι πρωταγωνιστές της ίδρυσης του Χρηματιστηρίου Αθηνών (1876) και ο λαός τούς κόλλησε το παρατσούκλι «Χρυσοκάνθαροι», δηλαδή κατσαρίδες που χρύσιζαν! Η ακριβής έννοια του όρου ανταποκρίνεται στο χρυσοπράσινο σκαθάρι, το έντομο μηλολόνθη και χρυσοκανθαρίς που είναι η γνωστή μας χρυσόμυγα. Τα παλαιότερα λεξικά στο λήμμα «κάνθαρος» σημειώνουν: «ζωύφιον σκαθροίζον την κόπρον εις σφαιρίδια».
/*/
Στέφανος Ξένος
Στην πραγματικότητα την ονομασία χρησιμοποίησε πρώτος, για ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ο δημοσιογράφος Στέφανος Ξένος (1821-1894). Η λέξη «πολιτογραφήθηκε» αμέσως και χρησιμοποιήθηκε ως γενική διάκριση ολόκληρης αυτής της τάξης των ανθρώπων, στους οποίους πρέπει να αναγνωριστεί ότι συνετέλεσαν στην ανάπτυξη της νέας κοινωνικής ζωής των Αθηνών. Στην τάξη αυτή έδειχναν προτίμηση τόσο ο Χαρίλαος Τρικούπης όσο και ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄. Ο δεύτερος, μάλιστα, παρακάμπτοντας το αυστηρό βασιλικό πρωτόκολλο της πρώτης δυναστείας, εκδήλωνε ιδιαίτερη εύνοια σε ορισμένα πρόσωπα –όπως ήταν ο Ανδρέας Συγγρός–, τα οποία «υπέστησαν δια τούτο δεινούς ονειδισμούς». Τους αποκαλούσαν «Χαβιαροχανίτας», «αποβράσματα του Γαλατά» και «χρυσογαϊδάρους», ενώ με το πέρασμα του χρόνου η προσωνυμία «Χρυσοκάνθαροι» έχασε τη χλευαστική της χροιά και απέμεινε να χαρακτηρίζει τους ομογενείς που προσέρχονταν από το εξωτερικό, χωρίς πλέον να θεωρείται εμπαιγμός. Ο Επαμεινώνδας Στασινόπουλος, ο οποίος υπεραμύνθηκε γενικότερα της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη υποστήριξε πως «τo χαρακτηρισμό του “χρυσοκάνθαρου” θα πρέπει να τον αποδώσουμε περισσότερο στη ζήλεια και στον πτωχοπροδρομισμό των Αθηναίων της εποχής εκείνης».
http://mikros-romios.gr/4520/xaviaronites-xrisokantharoi/
http://mikros-romios.gr/4520/xaviaronites-xrisokantharoi/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου