Οταν οι γονείς «φεύγουν», όλοι σού ζητούν να βιαστείς. Να βιαστείς, κυρίως για να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητες.
Η γραφειοκρατία σε σέρνει από δω κι από κει ώστε να κλειστεί κάθε λογαριασμός, να σβηστεί μ’ ένα απρόσωπο πιστοποιητικό κάθε ίχνος τους από τις λίστες του κράτους. Κι όλα αυτά τα κάνεις αυτόματα. Τα κάνεις γιατί πρέπει να γίνουν. Μέχρις εδώ καλά.
Ωσπου έρχεται η στιγμή να αδειάσεις το σπίτι των γονιών σου.
Ξαφνικά το σπίτι απομονώνεται από την πολυκατοικία ή τα άλλα σπίτια της γειτονιάς.
Μεταφέρεστε, εσύ κι αυτό, σ’ έναν έρημο πλανήτη.
Ανοίγεις την πόρτα με τα κλειδιά σου και για λίγο νιώθεις πως δεν έχει αλλάξει τίποτα.
Οι άνθρωποί του είναι ακόμη εκεί. Σε κάθε σου κίνηση θαρρείς πως θ’ ακούσεις ένα «μη» ή ένα «μπράβο».
Οι φωνές όμως έχουν σωπάσει. Τώρα μιλούν τα αντικείμενα.