"Ω Κρίτων, έφη, τω Ασκληπιώ ωφείλομεν αλεκτρυόνα. αλλά απόδοτε και μή αμελήσητε" Σωκράτης, 469-399 π.Χ.

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΩΝ ...



Από τις λίμνες της Αρσινοϊτιδος (Fayum) και τους κήπους της Αλεξάνδρειας, στα φλεγόμενα βράχια του θεοβάδιστου Σινά, με την δροσιά του αρχαίου Κόσμου ακόμη στα μάτια, αυτή είναι η παλιότερη (6ος αι.) Εικόνα της Παναγίας που μας σώθηκε, μαζί με την Πλατυτέρα της Αγίας Σοφίας η πιο αγαπημένη μου...
Κάπως έτσι μου φαίνεται θα ήταν η πρωταγωνίστρια αυτής της ιστορίας:
O μοναχός Θεραπίων ήταν ο πιο αφοσιωμένος μαθητής του Αγίου Αθανασίου. Στην Αίγυπτο κήρυξε στις μούμιες, στο Βυζάντιο εξομολόγησε τον αυτοκράτορα, στην Ελλάδα ήρθε για να εξορκίσει για πάντα την αρχαία θρησκεία... Στην κοιλάδα του Κηφισού οι χωρικοί ήταν χριστιανοί, αλλά εξακολουθούσαν να πιστεύουν στις θεότητες της φύσης να αφήνουν πρόσφορές στις Νύμφες και να στήνουν φαλλούς στα χωράφια… Με ιερό ζήλο ξεκίνησε τον αγώνα του, προσπαθώντας να ξεριζώσει από την ψυχή και το μυαλό του ποιμνίου του τις αρχαίες θεότητες που τρέφονταν με θυμάρι και μέλι και βρίσκονταν παντού, με την γυμνότητα των διάφανων σωμάτων τους να λάμπει στο φως και το σκοτάδι.
Και όσο πιο δύσκολος γινόταν ο αγώνας, τόσο ο ζήλος του γινόταν μανία. Ο καλόγερος άρχισε να κόβει τα πλατάνια, να καίει τις αρχαίες ελιές και τα πεύκα για να μην έχουν καταφύγιο οι νεραΐδες και να φυτεύει παντού σταυρούς…. Χάνοντας τα δένδρα τους και την αγάπη των ανθρώπων, οι Νύμφες έφυγαν και βρήκαν καταφύγιο σε μια μακρινή ερημική κοιλάδα με μαύρα πεύκα και παγωμένα νερά, όπου ήταν η σπηλιά που ξεκουράζονταν τις νύχτες. Ο Θεραπίων τις κυνήγησε και εκεί. Η σπηλιά τους ήταν για αυτόν σαν καρκίνος στο στήθος του, προσευχήθηκε λοιπόν στον ουρανό να τον βοηθήσει να ξεπαστρέψει για πάντα αυτά τα επικίνδυνα απομεινάρια του γένους των θεών.
Μια νύχτα, λίγο μετά το Πάσχα, πήρε τους πιο πιστούς και τους πιο άγριους άνδρες του ποιμνίου του και τους οδήγησε στην σπηλιά όπου κοιμούνταν οι νεραΐδες και ονειρεύονταν τις απαρχές του κόσμου, όταν ο άνθρωπος ακόμη δεν υπήρχε και η γη έδινε ζωή μόνον σε δένδρα, αγρίμια και θεούς… Οι χωρικοί έβαλαν φωτιά, αλλά τα βράχια δεν καίγονταν και ο μοναχός τους έδωσε εντολή να κλείσουν την σπηλιά, χτίζοντας στην είσοδο της μια μικρή εκκλησιά. Ο ίδιος έφραξε το άνοιγμα που οδηγούσε στο εσωτερικό της, στήνοντας εκεί έναν σταυρό με την εικόνα του Εσταυρωμένου. Οι Νύμφες που καταλάβαιναν μόνον τα χαμόγελα πισωγύρισαν με τρόμο μπροστά σε αυτή την εικόνα του βασανισμού και έτσι φυλακίστηκαν στη σπηλιά. Άδικα παρακαλούσαν και ικέτευαν τον καλόγερο να τις ελευθερώσει, αυτός πίστευε ότι επί τέλους χάλασε μια φωλιά γεμάτη οχιές.
Την άλλη μέρα ήρθαν οι χωρικοί, ασβέστωσαν την εκκλησία και σοβάτισαν τους τοίχους της σπηλιάς, έτσι που να μην μπορεί πια να εισχωρήσει το νερό της βροχής και το μέλι των αγριομελισσών να ζωογονήσει τις φυλακισμένες νεράιδες που δεν είχαν πια τη δύναμη να εμφανιστούν στους ανθρώπους… Τα αδύναμα σώματα τους άρχισαν να διαλύονται σαν ομίχλη ή σαν την σκόνη από τα φτερά νεκρής πεταλούδας και απόμειναν μόνον οι ψυχές τους να θρηνούν… Ο μοναχός που φρουρούσε το έργο του προσευχόμενος άκουγε τους αναστεναγμούς τους, όλο και πιο αδύναμους.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας ο Θεραπίων
«είδε στο μονοπάτι μια γυναίκα να έρχεται προς το μέρος του. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό, λίγο στο πλάι. Ο μανδύας και το πέπλο της ήταν μαύρο, όμως μια μυστηριώδης λάμψη αναδυόταν μέσα από το σκούρο ύφασμα, σαν να είχε σκεπάσει η νύχτα το πρωινό φως. Αν και ήταν πολύ νέα, είχε το βάρος, τις αργές κινήσεις και την αξιοπρέπεια μιας πολύ ηλικιωμένης γυναίκας και η γλυκύτητά της ήταν σαν εκείνη του ώριμου σταφυλιού και του βαλσαμωμένου λουλουδιού. Περνώντας μπροστά από το εκκλησάκι, κοίταξε προσεκτικά τον μοναχό που διαταράχθηκαν οι προσευχές του.
-Αυτό το μονοπάτι δεν οδηγεί πουθενά, γυναίκα, της είπε. Απο που έρχεσαι;
-Από τα ανατολικά, όπως το ξημέρωμα, είπε η νεαρή γυναίκα. Εσύ τι κάνεις εδώ, γέρο-καλόγερε;
-Τράβηξα σε αυτήν τη σπηλιά τις νύμφες που ακόμα μολύνουν τον τόπο, είπε ο μοναχός, και μπροστά από το άνοιγμα του άντρου έχτισα ένα παρεκκλήσι που δεν τολμούν να το διασχίσουν και να φύγουν, επειδή είναι γυμνές και με τον δικό τους τρόπο φοβούνται τον Θεό. Περιμένω να πεθάνουν από πείνα και κρύο στη σπηλιά τους, και όταν γίνει αυτό, η ειρήνη του Θεού θα βασιλεύει στα χωράφια.
-Ποιός σου λέει ότι η ειρήνη του Θεού δεν αγκαλιάζει και τις Νύμφες όπως τις ελαφίνες και τα κοπάδια τις γίδες; αποκρίθηκε η νέα γυναίκα. Δεν ξέρεις ότι στον καιρό της Δημιουργίας ο Θεός ξέχασε να δώσει φτερά σ' ορισμένους αγγέλους, που έπεσαν στη γη και εγκαταστάθηκαν στα δάση, σχηματίζοντας το γένος των Νυμφών και των Πανών; Και άλλοι εγκαταστάθηκαν πάνω σ' ένα βουνό, και έγιναν οι ολύμπιοι θεοί. Μην υμνείς το δημιούργημα σε βάρος του Δημιουργού, σαν τους ειδωλολάτρες, αλλά και μην σκανδαλίζεσαι πια από το έργο Του. Και να ευχαριστείς τον Θεό από την καρδιά σου που έπλασε την Άρτεμη και τον Απόλλωνα.
-Το πνεύμα μου δε φτάνει τόσο ψηλά, είπε ταπεινά ο γέρος μοναχός. Οι Νύμφες ταράζουν το ποίμνιό μου και βάζουν σε κίνδυνο την σωτηρία του, για την οποία είμαι υπεύθυνος ενώπιον του Θεού, και γι' αυτό, αν χρειαστεί, θα τις κυνηγήσω μέχρι την Κόλαση.
-Και αυτός ο ζήλος θα σου καταλογιστεί, τίμιε καλόγερε, είπε χαμογελαστά η νέα γυναίκα. Όμως δεν βλέπεις κανένα τρόπο να συμβιβάσεις την ζωή των Νυμφών με την σωτηρία του ποιμνίου σου;
Η φωνή της ήταν απαλή σαν μουσική φλάουτου. Ο μοναχός, ανήσυχος, κατέβασε το κεφάλι του. Η γυναίκα ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του και είπε σοβαρά:
- Καλόγερε, άφησε με να μπω σε αυτήν τη σπηλιά. Αγαπώ τις σπηλιές και συμπονώ εκείνους που αναζητούν καταφύγιο σε αυτές. Σε μια σπηλιά γέννησα το παιδί μου, και σε μια σπηλιά τον παρέδωσα χωρίς φόβο στον θάνατο, ώστε να υποστεί την δεύτερη γέννηση της Ανάστασης.
Ο αναχωρητής έκανε στο πλάι για να την αφήσει να περάσει. Χωρίς δισταγμό, εκείνη περπάτησε προς την είσοδο της σπηλιάς, που ήταν κρυμμένη πίσω από την αγία Τράπεζα. Ο μεγάλος σταυρός έφραζε το κατώφλι. Τον έσπρωξε απαλά σαν ένα αντικείμενο οικείο και μπήκε στο άντρο.
Στο σκοτάδι ακουγόταν μουρμουρητά και σαν θροΐσματα φτερών. Η νεαρή γυναίκα μίλησε στις νεράιδες σε μιαν άγνωστη γλώσσα, ίσως την γλώσσα των πουλιών ή των αγγέλων. Σε μια στιγμή, εμφανίστηκε ξανά δίπλα στον μοναχό που δεν είχε σταματήσει να προσεύχεται.
- Κοίτα, καλόγερε, είπε, και άκου.
Κάτω από τον μανδύα της ακούγονταν αμέτρητες μικρές κραυγές. Ανασήκωσε τις πλευρές του μανδύα και ο μοναχός Θεραπίων είδε ότι στις πτυχές του φορέματος της κουβαλούσε εκατοντάδες νεαρά χελιδόνια. Άνοιξε πλατιά τα μπράτσα της, σαν μια προσευχόμενη γυναίκα και άφησε τα πουλιά να πετάξουν. Ύστερα είπε, και η φωνή της ήταν καθαρή σαν τον ήχο της άρπας:
-Πηγαίνετε, παιδιά μου.
Ελευθερα τα χελιδόνια πέταξαν στον απογευματινό ουρανό, γράφοντας ιερογλυφικά με τα ράμφη και τα φτερά τους. Ο γέρος και η νεαρή γυναίκα τα ακολούθησαν για λίγο με το βλέμμα, και στη συνέχεια η ταξιδιώτισσά είπε στον μοναχό:
-Θα επιστρέφουν κάθε χρόνο, και θα τους δώσεις άσυλο στην εκκλησία μου. Αντίο, Θεραπίων.
Και η Μαρία πέρασε από το μονοπάτι που δεν οδηγούσε πουθενά, σαν μια γυναίκα για την οποία δεν έχει σημασία που οι δρόμοι τελειώνουν, αφού ξέρει τον τρόπο να περπατά στον ουρανό.» από fb Angeliki Kottaridi, 15/08/2020 ---------------------------


Tο διήγημα της σπουδαίας Γαλλίδας συγγραφέως, Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, «Η Παναγιά η Χελιδονού», μεταφέρεται σε graphic novel από τον εικονογράφο Γιώργο Τσιαμάντα, στην πρωτότυπη μετάφραση της Ιωάννας Χατζηνικολή και παρουσιάζεται στο ελληνικό κοινό από την Comicdom Press.




http://xelidonou.comicdom-press.gr/


-------



Τίτλος: Θεοτόκος Βρεφοκρατούσα και άγιοι

Χρονολογία: β΄ μισό 6ου αιώνα

Υλικό: Εγκαυστική τεχνική

Διαστάσεις: 68,5 × 49,7 εκ.

Δημιουργός: Άγνωστος

Προέλευση: Σινά, Μονή Αγίας Αικατερίνης

Πηγή: Βοκοτόπουλος, Π., Βυζαντινές Εικόνες, Ελληνική Τέχνη, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1995.

Σινά, Οι Θησαυροί της Ι. Μονής Αγίας Αικατερίνης, (γεν. εποπτεία Κων/νος Μανάφης),Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1990.

Περιγραφή:

Η Παναγία κάθεται σε μαργαριτοκόσμητο θρόνο με τον Χριστό στα γόνατα. Αν και εικονίζεται κατά μέτωπον, το βλέμμα της είναι στραμμένο πλάγια. Οι άγιοι με αυλική στολή που την πλαισιώνουν, έχουν ταυτισθεί με τον Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και τον Γεώργιο. Πίσω της, δύο αρχάγγελοι με σκήπτρο σηκώνουν το κεφάλι προς «τήν χείρα Θεού», από όπου εκπέμπεται δέσμη φωτός που κατευθύνεται στην Παναγία. Οι χρυσές ανταύγειες στο ένδυμα του μικρού Χριστού και η δισδιάστατη απόδοση του μαφορίου της Θεοτόκου, με αδιόρατες πτυχές, προσδίδουν έναν άυλο χαρακτήρα στις μορφές αυτές. Απόκοσμοι μοιάζουν και οι ασπροντυμένοι αρχάγγελοι με τους διάφανους φωτοστεφάνους και τα χλωμά πρόσωπα, που πλάθονται με πλατειές ελεύθερες πινελιές. Παρά την ιερατική ακινησία τους, που θυμίζει τα ψηφιδωτά του 7ου αιώνα στον Άγιο Δημήτριο Θεσσαλονίκης, οι δύο άγιοι, με τις τονισμένες κάθετες πτυχές και τον ρεαλιστικότερο χρωματισμό του προσώπου - ηλιοκαμένου στον Θεόδωρο και χλωμού με κοκκινωπά μάγουλα στον Γεώργιο - έχουν αποδοθεί με τρόπο που τονίζει την σωματικότητά τους. Όπως και στην προηγουμένη εικόνα, την σύνθεση κλείνει τοίχος που σχηματίζει κόγχη. εδώ όμως είναι πολύ ψηλότερος.

Weitzmann 1976, σ. 18-21, αρ. Β. 3.


http://galaxy.hua.gr/~hp228304/ICONS/icon2.htm


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου