Ενας βοσκός ζούσε σε μια καλύβα κοντά σε κάποιο δάσος και
λίγο πιο μακρυά από το βουνό είχε το κοτέτσι του και το κοπάδι με τις κατσίκες.
Τη χρονιά εκεί η ξηρασία ήταν μεγάλη και δεν υπήρχε χορτάρι. Έτσι, ο βοσκός
αποφάσισε να πάει τις κατσίκες του στην κορυφή του βουνού, όπου η υγρασία
πιθανόν να ήταν μεγαλύτερη και όπου ήλπιζε να βρει δροσερό χορτάρι για τα ζώα
του.
Όταν έφτασε εκεί ψηλά, άφησε τα ζώα του να βοσκήσουν ώρες πολλές, ώσπου νύχτωσε
και αποφάσισε να κατέβει στην καλύβα του. Κατηφορίζοντας με το κοπάδι του είδε
μπροστά του μια μεγάλη αετοφωλιά. Πλησιάζοντας, αντίκρισε δυο αετόπουλα, το ένα
σκοτωμένο αφού είχε πέσει έξω από την φωλιά, και το άλλο, αν και σάλευε,
έδειχνε σοβαρά τραυματισμένο.
Ο βοσκός δεν συμπαθούσε καθόλου τους αετούς διότι τους
θεωρούσε εχθρικά πουλιά. Κάποτε είχαν επιτεθεί στις κατσίκες του και του είχαν
πάρει μια κότα. Λυπήθηκε όμως το τραυματισμένο πουλάκι και το πήρε μαζί του
στην καλύβα του. εκεί το περιποιήθηκε όπως μπορούσε και το τάιζε με κομματάκια
κρέας αφήνοντας τη φύση να κάνει τα υπόλοιπα. Το πουλί έγινε καλά και άρχισε να
μεγαλώνει, ώσπου έγινε ένας μεγάλος, εντυπωσιακός αετός.
Από την στιγμή που το αετόπουλο ενηλικιώθηκε, τα πράγματα
άλλαξαν. Ο βοσκός, που ήταν περήφανος για το καλό που είχε κάνει, άρχισε να
ανησυχεί. Δεν μπορούσε με τίποτα να ξεχάσει τις εικόνες που είχαν χαραχτεί στη
μνήμη του για όσα είχαν κάνει στο παρελθόν οι αετοί στις κατσίκες και στις
κότες του.