"Ω Κρίτων, έφη, τω Ασκληπιώ ωφείλομεν αλεκτρυόνα. αλλά απόδοτε και μή αμελήσητε" Σωκράτης, 469-399 π.Χ.

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης & Ὁσιος Μιχαὴλ του Μαλεΐνου




Την εν σαρκί ζωήν σου κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πώς μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς, έχώρησας άοίδιμε, και κατετραυμάτισας, των δαιμόνων τάς φάλαγγας. Όθεν Αθανάσιε, ό Χριστός σε ήμείψατο πλουσίαις δωρεαίς. Διό Πάτερ πρέσβευε, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.



Αναμφισβήτητα ο πραγματικός διοργανωτής των μοναστικών κοινοβίων στον Άθω υπήρξε ο Όσιος Αθανάσιος. Με μελανά χρώματα περιγράφεται στον βίο του ή κατάσταση των ασκητών στο Άγιον Όρος, όταν έφθασε εκεί ο όσιος. Δεν ασχολούνταν οι μοναχοί με την καλλιέργεια της γης, ούτε είχαν αχθοφόρα ζώα αλλά «καλύβας εκ μικρών πηξάμενοι ξύλων και οροφήν αυταίς εκ χόρτων συμφορηθείσαν επισχεδιάσαντες...»

Η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιουλίου


Μοναδική τροφή των ασκητών ήταν οι άγριοι καρποί των δέντρων. Ο Αθανάσιος όμως πίστευε ότι μέσα στους διαρκείς κινδύνους από τους Σαρακηνούς πειρατές του Χάνδακα και την ανασφάλεια, που αισθάνονταν oι αναχωρητές στους υποτυπώδεις οικισμούς τους μέσα σε ψαθοκαλύβες, δεν ήταν δυνατό να μεθοδευτεί η σκληρή συστηματική άσκηση των κοινοβίων της Ανατολής, την οποία είχε ο ίδιος διδαχθεί από τον πνευματικό του πατέρα Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά της Βιθυνίας.

Ο Όσιος Αθανάσιος, κατά κόσμον Αβραάμιος, γεννήθηκε στην Τραπεζούντα από εύπορους γονείς. Όταν γεννήθηκε είχε πεθάνει ο πατέρας του και γρήγορα έφυγε από τη ζωή και η μητέρα του. Την ανατροφή του ανέλαβε μια συγγενής της μητέρας του. Ο Αβραάμιος προοριζόταν για το διδασκαλικό στάδιο. Όταν όμως, σε μια επίσκεψή του στην Κωνσταντινούπολη, ο Βυζαντινός στρατηγός Ζεφινεζέρ τον παρουσίασε στον φημισμένο για τις αρετές του ηγούμενο της Μονής του Κυμινά Μιχαήλ Μαλέινο, ο Αβραάμιος αισθάνθηκε πως ο προορισμός του ήταν άλλος. Τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά και με τον ανιψιό του Μιχαήλ, τον στρατηγό των Ανατολικών Νικηφόρο Φώκα (Ρ. Lemerle, La vie ancienne de S. Athanase l'Athonite, composee du debut du Χle siecle par Athanase de Lavra, Le Millenaire du Mont Athos).Ο Μιχαήλ Μαλέινος είχε γεννηθεί τo 894 και είχε καρεί μοναχός το 912. Τη Μονή του Κυμινά, στα βουνά της Βιθυνίας, είχε ιδρύσει το 925 (L. Petit, Vie et office de Michel de Μαleinote, Bibliotheque Hagiographique orientale 1903). Ο Αβραάμιος ακολούθησε τον Μιχαήλ Μαλέινο στο όρος του Κυμινά, όπου και έλαβε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Αθανάσιος. 

Μέσα στα τέσσερα χρόνια της παραμονής του στα βουνά της Βιθυνίας φθάνει στην κορυφή της μοναχικής άσκησης «προς το μέγα της ησυχίας στάδιον» και καταφεύγει τελικά «εν ιδιαζοντί τίνι και ησυχαστικώ τόπω», όχι μακριά από τη Μονή Κυκλησή. Την εποχή αυτή επισκέπτεται τον θείο του Μιχαήλ ο στρατηγός των Ανατολικών Νικηφόρος Φωκάς, μαζί με τον αδελφό του μάγιστρο Λέοντα, που αργότερα έλαβε τον τίτλο του «κουροπαλάτη». H ομολογία του Μιχαήλ Μαλέινου, σύμφωνα με την οποία έδωσε στον Αθανάσιο «την της χάριτος διαδοχήν», έχει προκαλέσει διαταραχή (ανάμεσα στους μοναχούς, στη σκήτη της μετανοίας του. Ο Αθανάσιος φεύγει για το Όρος, όπου ασκητεύει άγνωστος και μόνος. Εκεί πληροφορείται ότι ο μάγιστρος Λέων έχει λάβει τον τίτλο του «Μαγίστρου των Σχολών της Δύσεως». Φοβάται μήπως αποκαλυφθεί, γι' αύτο αλλάζει όνομα από Αθανάσιος σε Βαρνάβας και πηγαίνει να κρυφτεί στην περιοχή του Ζυγού, κοντά σε γέροντα ασκητή, προσποιούμενος τον αγράμματο δόκιμο. Ο Νικηφορος Φωκάς, που στο μεταξύ έχει πάρει «την αρχήν απάσης Ανατολής», προσπαθεί να ανακαλύψει τον Αθανάσιο. Υποπτεύεται ότι κρύβεται στον Άθω και γράφει στον «Κριτή του Θέματος της Θεσσαλονίκης». Αυτός, με τη σειρά του, απευθύνεται στον Πρώτο του Αγίου Όρους Στέφανο, ο οποίος, ύστερα από περιπέτειες, ανακαλύπτει τον Αθανάσιο-Βαρνάβα κατά την ετήσια σύναξη στο Πρωτάτο.

Ο μάγιστρος Λέων Φωκάς, μετά τη νίκη του εναντίον των Σκυθών νομάδων (Ούγγρων), το 958/959, πηγαίνει στον Άθω για να συναντήσει τον Αθανάσιο. Οι Αθωνίτες, που έχουν πληροφορηθεί πια για την πνευματική προσωπικότητα του Αθανασίου, αρχίζουν να συγκεντρώνονται γύρω του. Ο Αθανάσιος καταφεύγει στην άκρη του Άθω, στο ακρωτήριο Μελανά. Δεν έχει περάσει ένας χρόνος και φθάνει μήνυμα του στρατηγού Νικηφόρου Φωκά από την Κρήτη, όπου είχε εκστρατεύσει για να καταστρέψει το ορμητήριο των Αγαρηνών πειρατών. Οι Αθωνίτες συμβουλεύουν έντονα τον Αθανάσιο να βοηθήσει τον Νικηφόρο Φωκά και να φροντίσει για την απελευθέρωση τόσων αιχμαλώτων συνασκητών τους. Όταν φθάνει στην Κρήτη ο Αθανάσιος, οι Σαρακηνοί έχουν στο μεταξύ νικηθεί από τον ένδοξο στρατηγό Νικηφόρο Φωκά. Κατά το ετήσιο διάστημα της παραμονής του στο νησί, ο Νικηφόρος επαναλαμβάνει στον Αθανάσιο την επιθυμία του να μονάσει, και το παραχωρεί κάθε διευκόλυνση για να ιδρύσει ένα κατάλληλο προς της μοναχικές του πεποιθήσεις κοινόβιο.

Ο Αθανάσιος αρχίζει με μεγάλους κόπους την ανίδρυση του μοναστηρίου της Λαύρας, του τόπου της μετάνοιας του Νικηφόρου, το 961, τον χρόνο που κοιμήθηκε ο πνευματικός του πατέρας, ο μεγάλος ασκητής Μιχαήλ Μαλέινος. Στις 16 Αυγούστου 963 ο Νικηφόρος Φωκάς στέφεται αυτοκράτορας. Ο Αθανάσιος εγκαταλείπει την ανίδρυση της Λαύρας και φεύγει για την Κύπρο. Οι ικεσίες του αυτοκράτορα, η ανανέωση της ομολογίας του για την αμετάθετη απόφαση του να μονάσει και μια γενναία οικονομική βοήθεια τον πείθουν να επιστρέψει και να συνεχίσει το έργο του. Χτίζει λοιπόν γύρω από το καθολικό κελιά, μαγειρίο, τράπεζα, νοσοκομεία, ξενώνες, υδραγωγείο, μύλο. Από παντού έρχονται μοναχοί για να επανδρώσουν τη μεγάλη μονή που χτίζει ο Αθανάσιος, με επιχορήγηση του αυτοκράτορα, ο οποίος θα είναι αύριο συμμοναστής τους. Στο τυπικό της ανίδρυσης της Λαύρας ο Αθανάσιος περιγράφει τους αγώνες του για να εξημερώσει τον άγριο τόπο: «όσους δε κόπους και συντριβάς πεπόνθαμεν και πειρασμούς και ταλαιπωρίας υπομεμενήκαμεν και δόσεις εξόδων καταβεβλήμεθα εις τε λατομίας και κατορύξεις και χωμάτων και λίθων εκφόρησιν και φυτών και θάμνων και δένδρων εκτομήν και έκσπασιν, προς το δείμασθαι τον άγιον της υπεραγίας Θεοτόκου ναού, την τε της Λαύρας άπασαν κατασκήνωσιν...».

Ο θάνατος του Νικηφόρου Φωκά (11.12.969) δίνει την ευκαιρία στους εχθρούς του Αθανασίου, που σκανδαλίστηκαν από την οικοδομική του δραστηριότητα, να τον κατηγορήσουν στον νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή πως αλλοιώνει τον χαρακτήρα του Όρους: «οικοδομάς γαρ ανήγειρε πολυτελείς και πύργους και λιμένας ενήργησεν, επιρροάς τε υδάτων κατήγαγε και ζεύγη βοών ωνήσατο και εις κόσμον ήδη το Όρος μετεποίησεν, αγρούς και καρπούς γεννήματος εποίησεν... ότι τε τους αρχαίους νόμους παρακινεί και μεταποιείται τα παλαιά έθη και όρους». Και μόνο από το περιεχόμενο της κατηγορίας διαβλέπει κανείς τις τάσεις που υπήρχαν πάντα στο Όρος. Από τη μια μεριά ο ανοργάνωτος ασκητισμός, ο αναχωρητισμός, με επικεφαλής τον περίφημο Παύλο τον Ξηροποταμηνό, και από την άλλη οι προϋποθέσεις για ένα οργανωμένο και πειθαρχημένο κοινοβιακό σύστημα. ( Όσιος Παύλος ο Ξηροποταμηνός

Ο αυτοκράτορας στέλνει στο Όρος τον ηγούμενο της Μονής του Αγίου Ιωάννου του Στουδίου Ευθύμιο, ο οποίος συγκεντρώνει στον ναό του Πρωτάτου τους ηγούμενους και βάζει τις βάσεις ενός νέου τυπικού (971 ή 972) που κυρώθηκε με αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο, του περίφημου Τράγου. Η περγαμηνή αυτή, που έχει κατασκευαστεί από δέρμα τράγου και φυλάσσεται στα αρχεία της Ιεράς Κοινότητος στις Καρυές, έχει διαστάσεις 0,3165 / 0,485 και είναι το παλαιότερο έγγραφο που σώζεται με αυτοκρατορική υπογραφή. Ο Αθανάσιος στηρίχθηκε στους κανόνες του Θεοδώρου του Στουδίτη και συνέταξε το τυπικό της Λαύρας, πού υπήρξε κατόπιν το υπόδειγμα της διοργανώσεως και των άλλων μονών («του οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών και ομολογητού Θεοδώρου, ηγουμένου του Στουδίου». Ο Άγιος Αθανάσιος συμπλήρωσε το «τυπικόν» με τη «διατύπωσιν» και την «υποτύπωσιν», όπου καθορίζονται οι λειτουργίες, τα γεύματα και κάθε λεπτομέρεια λειτουργίας του κοινοβίου.

Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε προικίσει τη Μονή της Λαύρας με μέρος από τις κρατικές προσόδους και της είχε δωρήσει πολλά μετόχια, άγια λείψανα και έργα τέχνης. Μετά τη δολοφονία όμως του αυτοκράτορα από τους ανθρώπους του Ιωάννη Τσιμισκή, ο Αθανάσιος δεν θέλησε πια να ξαναπάει στην Κωνσταντινούπολη, μπόρεσε όμως να εξασφαλίσει προστασία για τη Λαύρα του, στέλνοντας τον μαθητή του Ιωάννη τον Ίβηρα στον πατριώτη του νέο αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή. Με αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να διπλασιάσει τα εισοδήματα του μοναστηριού και να αποκτήσει αργότερα πολλά κτήματα στη Χαλκιδική και στον Άθω από τον Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο. Tα κτήματα της μονής πολλαπλασιάστηκαν κατά τους επόμενους αιώνες είτε με αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα, είτε με αφιερωτήρια ιδιωτών.

Η ίδρυση και λειτουργία της Λαύρας αποτελεί σταθμό, γιατί από τότε τα ψαθοκάλυβα των αναχωρητών αντικαθιστούν οι «ευκτήριοι οίκοι». Ο όσιος Αθανάσιος επέβλεπε προσωπικά κάθε λεπτομέρεια οργανωτική της μονής και παρακολουθούσε κάθε οικοδομική δραστηριότητα. Η υπερβολική κόπωση υπήρξε μοιραία για τη ζωή του. Ανεβασμένος «επί της τεκτονικής κλίμακος» για να παρακολουθήσει την πρόοδο των εργασιών ανοικοδομήσεως του καθολικού, έπεσε μαζί με τους μαΐστορες και «εκοιμήθη» στις 5 Ιουλίου του 1000 ή 1001.


Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή

Ο Άγιος Αθανάσιος, όπως αναφέρεται στον κατά πλάτος βίο του, κατήγετο από τα μέρη της Ανατολής, από την Τραπεζούντα. Μόλις τελείωσε την έξωθεν παιδεία - ήτο φιλόλογος - ελκυσθείς υπό της Θείας Χάριτος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και προσεχώρησε στο μοναχισμό από νεαράς ηλικίας, υπό την πρόνοια του κατά σάρκα θείου του, του οσιωτάτου πατρός Μιχαήλ του Μαλεήνου.

Όταν κάποτε, επεσκέφθησαν οι νεαροί στρατηγοί Νικηφόρος και Λέων, οι διαδραματίσαντες μετέπειτα σπουδαίο ρόλο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον όσιο Μιχαήλ το Μαλεήνο, τον πνευματικό πατέρα του Αγίου Αθανασίου, για να εξομολογηθούν, ο Όσιος Μιχαήλ τους οδήγησε στο μέρος όπου ησύχαζε ο Άγιος Αθανάσιος, τριακοντούτης τότε, λέγοντας τους ότι θέλει να τους επιδείξει ένα θησαυρό. Και μετά την συνάντηση και συνομιλία πού είχαν μαζί του, εθαύμασαν, διότι πραγματικά επρόκειτο περί ενός μεγάλου θησαυρού.

Από τότε έλαβαν εντολή «αυτώ τούτω τω μοναχώ αναθέσθαι τους λογισμούς δια βίου παντός». Έκτοτε συνέχισαν οι, δύο μεγάλοι άνδρες να έχουν ως πνευματικό οδηγό τον Όσιο Αθανάσιο, έως τέλους του βίου τους.

Με τον Νικηφόρο δε τόσο συνεδέθησαν, ώστε έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση να ζήσουν πάντοτε μαζί σαν μοναχοί. Η υπόσχεση εκ μέρους του Νικηφόρου παρέμεινε ατελής, διότι ως στρατηγός εκλήθη να απελευθέρωση την Κρήτη από τους πειρατές, υστέρα όμως εβασίλευσε δια της βίας και εδολοφονήθη, χωρίς να κατορθώσει να φυλάξει την υπόσχεσή του. Δεν έπαυσε όμως να προνοεί της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.

Ο Όσιος Αθανάσιος, φεύγοντας από τα μέρη της Βιθυνίας, έρχεται στον Άθωνα. Επισκεφθείς τις Καρυές, κέντρο της τότε μοναστικής ζωής, δεν απεκάλυψε ποίος ήτο, αλλά προσεποιήθη τον αγράμματο και τον αγροίκο. Πολλές φορές ο Γέροντας του προσπαθούσε να του μάθη το αλφάβητο, για να διαβάζει την ακολουθία του. Αυτός όμως προσεποιείτο ότι δεν έχει τέτοια ικανότητα προς μάθηση. Στους γέροντες του Πρωτάτου πού παρακινούσαν τον γέροντα να μάθη τον υποτακτικό του γράμματα, απαντούσε με απλότητα, ότι είναι στενοκέφαλος και δεν μπορεί να μάθη.

Τέλος όμως, απεκαλύφθη ποιος ήτο, από αυτούς που τον εγνώριζαν και ηναγκάσθη να ομολογήσει ότι ήτο περιβόητος Αθανάσιος. Εφ' όσον πλέον έγινε γνωστός και δεν ημπορούσε να συνεχίσει στην αφάνεια που τόσο αγαπούσε, εξεκίνησε περιερχόμενος το Άγιο Όρος, αναζητώντας κατάλληλο τόπο. Έφθασε μέχρι τα ανατολικότερα μέρη του Όρους, στα λεγόμενα Μελανά, όπου στην αρχή έμεινε για λίγο διάστημα εις ένα σπήλαιο για ησυχαστική ζωή. Μετά όμως, επιμόνως παρακινούμενος από τον Νικηφόρο, άρχισε την ανέγερση της Λαύρας. Πριν όμως καλά-καλά τελειώσει η ανοικοδόμηση της Μονής, ήλθε είδηση στον Άγιο, ότι ο Νικηφόρος έγινε αυτοκράτωρ. Με πολλή λύπη τότε ο Άγιος, διότι αυτό σήμαινε την εκ μέρους του Νικηφόρου αθέτηση της υποσχέσεως του πού είχε δώσει στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά και από ταπείνωση, μισοδοξία και αγάπη προς την ησυχία, εγκαταλείπει την Λαύρα, στέλλει στον Νικηφόρο μια ελεγκτική επιστολή και με ένα μαθητή του, τον Αντώνιο, αναχωρεί για την Κύπρο. Ευρισκόμενος όμως στην Κύπρο λαμβάνει πληροφορία από τον Θεό να γυρίσει πίσω, να αποτελειώσει το έργο του. Γυρίζει λοιπόν πάλι πίσω και συνεχίζει το προηγούμενο του έργο. Και οικοδομώντας την Λαύρα ο Άγιος, έγινε στυλοβάτης της Αθωνικής μοναστικής ζωής.

Κατόρθωσε να φέρει τα διάφορα μονήδρια, Σκήτας, και ησυχαστήρια πού ήσαν σε μια κατάσταση απομονώσεως, σε κοινωνία μεταξύ τους, αλλά και με τους ιδικούς του μαθητάς, πού ευρίσκοντο εντός της Μονής. Έτσι σιγά-σιγά ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν. Έμεναν φυσικά στα ησυχαστήρια τους, αλλά πνευματικά εξηρτώντο από αυτόν. Και τότε πραγματικά προεκάλεσε την μεγάλη αυτή ισορροπία, επάνω στην οποία συνίσταται, εάν θέλωμε να είμεθα ειλικρινείς, η μακροβιότης του Αθωνικού μοναχισμού. Γι' αυτό και δικαίως πρέπει να ονομάζεται ο αναντικατάστατος, τρόπον τινά, ρυθμιστής, ηγούμενος και κυβερνήτης του Αθωνικού μοναχισμού. Επέτυχε, όπως είπα, το απρόσιτο, το διχασμένο και το μεμενωμένο των Πατέρων μέσα στον Άθωνα, να το ενώση υπό μίαν γνώμη, να αποδώσει την ελευθερία στην προσωπικότητα, να πείσει τον καθένα ότι μπορεί να γίνει μοναχός τηρώντας κατά δύναμη την Πατερική φιλοσοφία.

Και εφήρμοσε πραγματικά το παρεμφερές ρήμα του Παύλου: «ο διακονών εν τη διακονία, ο προϊστάμενος εν σπουδή» και τρόπον τινά, «ο ησυχάζων εν τη νήψει». Γι'αυτό για μας τους αγιορείτας μοναχούς, ο Όσιος Αθανάσιος, δεν είναι ένας απλός Άγιος, από τους τόσους πολλούς, αλλά είναι κατ' εξαίρεση ο πνευματικός Πατήρ πάντων. Στην προσωπικότητα του, στην πατρική του στοργή και πρόνοια, στην πεφωτισμένη του διάνοια, στην διακριτικότητα του, ευρίσκει ο κάθε ένας από μας, εις όλας τάς γενεάς, αυτό πού του αναλογεί και μπορεί κάλλιστα και απρόσκοπτα να συνεχίζει την πορεία του με την μακαριά ελπίδα ότι επιτυγχάνει στην μοναστική ζωή.

Δύο πράγματα χαρακτηρίζουν κατ' εξαίρεση τον μεγάλο αυτό φωστήρα. Το μεν ένα είναι η άκρα φιλοπονία, η συνεχής άρση του σταυρού, την οποία θεωρεί ως το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως την σπονδυλική στήλη της μοναστικής αγωγής. Μέσον ως επί το πλείστον, της ησυχαστικής αγωγής, την οποία συνέχιζε από την αρχή πριν να αναλάβει τις μεγάλες του ευθύνες. Τόσο δε εθέλγετο από την ασκητική διάθεση πού πολλάκις παρεπονείτο ότι, χωρίς να είναι ο πόθος του αυτός, εμβήκε σε τόσες κοινωνικές μέριμνες, του μοναστικού φυσικά ιδιώματος. Και επιθυμούσε διακαώς να ευρεθεί πάλι χωρίς μέριμνες, και να συνεχίσει κατά τον πόθο του, κατά μονάς την ησυχαστική ζωή, την οποία πολλές φορές εφήρμοζε στο σπήλαιο του, πού ευρίσκεται έξωθεν προς τα νοτιοανατολικά μέρη της Λαύρας, στην λεγομένη Βίγλαν.

Το δεύτερο είναι το στοιχείο της αγάπης, τη κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Αν και ευρίσκετο ως προς τον εαυτό του αυστηρότατος ασκητής και φιλοπονώτατος, ως προς τον πλησίον του ήτο πάντοτε φιλόστοργος και πλήρης αγάπης. Και η πολλή του αγάπη και στοργή, πραγματικά συνέδεσε και συνεχίζει να συνδέει τον Αθωνικό μοναχισμό και αυτό πιστεύομε θα συνεχιστή έως της συντέλειας, από όσα αποδεκνύει η θεία πρόνοια, μέσω της ακοιμήτου πρεσβείας του μεγάλου τούτου φωστήρος. Φυσικά αν επιχειρήσωμε εμείς να τον περιγράψωμε, θά τον μειώσωμε. Άλλα τα ελάχιστα τούτα, σαν ένα χρέος απαραίτητο τα αναφέραμε, για να αφυπνίσωμε ο καθένας τον εαυτό μας και να μιμηθούμε κάτι από τις ποικίλες και πολλαπλές του αρετές. Τόση ήτο η πρόνοία του στο να στηρίζη το ποίμνιό του ούτως ώστε εκάθητο στο αριστερό μέρος του Αγίου Βήματος και κατά την ώρα της ακολουθίας ακόμη, εδέχετο εκεί προς εξομολόγηση τους αδελφούς, όχι μόνο της μονής του, αλλά και πολλούς άλλους.

Μέσα στο πανελεύθερο πνεύμα της πατρικής του στοργής, για να αναπαύσει όλες τις φυσιογνωμίες και να αυταρκέση εις όλους τους χαρακτήρες, και στους πλέον αδυνάτους και στους πλέον ισχυρούς, δεν παραμέλησε να χρησιμοποιήσει και την ανθρώπινη γνώση, μέσα στην εφευρετικότητα, στο να μεταβάλει και να κάνη ανετότερη την ζωή, ούτος ώστε και οι ασθενέστεροι και αδύνατοι στο χαρακτήρα να καυχώνται για την μοναστική τους ιδιότητα, και να μην αποθαρρύνονται. Εδημιούργησε, μέσα στην ευρύτητα της πατρικής του προνοίας, ένα πρόγραμμα, πού τότε όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και κατά τα έθιμα του απομονωμένου τρόπου της μοναστικής ζωής στον Άθωνα, εθεωρείτο ως κατακριτέο. Κατεσκεύασε λιμάνια, δρόμους, αποθήκες, αμπελώνες, κήπους και ό,τιδήποτε άλλο μπορούσε να προκαλέσει μέσα στα επιτρεπτά μέσα, την στοιχειώδη άνεση εις όλους τους ανθρώπους, πού ημπορούσαν και ήθελαν να γίνουν μοναχοί. Αλλά τούτο εδημιούργησε παρεξηγήσεις και όπως αναφέρεται στον βίο του, εθεωρήθη ως «εισάγων καινά δαιμόνια»· εν συνεχεία εσυκοφαντήθη και εκινήθη ενάντιο του η διοικητική αρχή του Αγίου Όρους. Επρόκειτο δε να τον δικάσουν, διότι δήθεν παρεβίασε τα προγράμματα και τον τύπο της ησυχίας των Πατέρων.

Τότε ακριβώς επενέβη προσωπικά η Δέσποινα μας Θεοτόκος και αυτούς μεν καθησύχασε, αυτόν δε ενεθάρρυνε να συνέχιση και να μην ολιγοψυχήση και εγκατάλειψη το έργο του. Στις παρουσιαζόμενες μάλιστα δυσχέρειες, όταν οικονομικώς δεν ημπορούσε να φέρει εις πέρας το τεράστιο έργο το οποίο εξεκίνησε, τότε παρίστατο η Δέσποινα μας, και του έδιδε θάρρος. Τόσο δε οι υποσχέσεις Της ήταν ζωντανές, αισθητές και βέβαιες, ώστε κάποτε, όταν δεν υπήρχε πλέον τίποτε μέσα στην αποθήκη και μέσα στο οικονομεΐο, επαρουσιάσθη μόνη Της και είπεν ότι, «εγώ θα είμαι η Οικονόμος της Μονής πλέον, για να μην έχετε μέριμνα». Και πράγματι, πολλές φορές έδωσε την ευλογία Της και εγέμισαν πάλι οι αποθήκες τρόφιμα, σε μια δυσχέρεια όπου οι πολλοί εργάτες και το πλήθος και οι μοναχοί δεν μπορούσαν να αυταρκέσουν. Και έκτοτε η Αγιωτάτη αυτή Μονή δεν έχει ποτέ οικονόμο, όπως είναι το σύστημα των Μονών, αλλά παραοικονόμο. Και μία των εικόνων της, η οποία ευρίσκετο τότε στο οικονομείο και έδειξε το θαύμα, η λεγομένη Οικονόμισσα, υπάρχει ακόμα εκεί και μπροστά εις αύτη την εικόνα και θαύματα πολλά έχουν γίνει και με ιδιαιτέρα ευλάβεια οι μοναχοί απευθύνουν τις ευχαριστίες τους· πολλές φορές εφάνη να ευλογεί και να πληθύνει τα υποστατικά και τις διάφορες ύλες και ανάγκες της Μονής.

Για όλους μας και για ένα έκαστον, ο μέγας Γέρων και προστάτης και ηγούμενος και πνευματικός πατήρ, είναι ο οσιώτατος πατήρ ημών Αθανάσιος, ο οποίος είναι ο συνεχιστής, προνοητής του Αγίου Όρους, για να μην ειπούμε και όλου του ανατολικού μοναχισμού.πηγή : http://www.monipetraki.gr/agathanathw.html

/*/

Ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης (+ 5 Ιουλίου)

Ο Άγιος Αθανάσιος, όπως αναφέρεται στον κατά πλάτος βίο του, κατήγετο από τα μέρη της Ανατολής, από την Τραπεζούντα. Μόλις ετελείωσε την έξωθεν παιδεία – ήτο φιλόλογος – ελκυσθείς υπό της Θείας Χάριτος, εγκατέλειψε τα εγκόσμια και προσεχώρησε στο μοναχισμό από νεαράς ηλικίας, υπό την πρόνοια του κατά σάρκα θείου του, του οσιωτάτου πατρός Μιχαήλ του Μαλεήνου.
Όταν κάποτε, επεσκέφθησαν οι νεαροί στρατηγοί Νικηφόρος και Λέων, οι διαδραματίσαντες μετέπειτα σπουδαίο ρόλο στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τον όσιο Μιχαήλ το Μαλεήνο, τον πνευματικό πατέρα του Αγίου Αθανασίου, για να εξομολογηθούν, ο Όσιος Μιχαήλ τους οδήγησε στο μέρος όπου ησύχαζε ο Άγιος Αθανάσιος, τριακοντούτης τότε, λέγοντάς τους ότι θέλει να τους επιδείξει ένα θησαυρό. Και μετά την συνάντηση και συνομιλία πού είχαν μαζί του, εθαύμασαν, διότι πραγματικά επρόκειτο περί ενός μεγάλου θησαυρού.
Από τότε έλαβαν εντολή «αυτώ τούτω τω μοναχώ αναθέσθαι τους λογισμούς διά βίου παντός». Έκτοτε συνέχισαν οι δυο μεγάλοι άνδρες να έχουν ως πνευματικό οδηγό τον Όσιο Αθανάσιο, έως τέλους του βίου τους. Με τον Νικηφόρο δε τόσο συνεδέθησαν, ώστε έδωσαν αμοιβαία υπόσχεση να ζήσουν πάντοτε μαζί σαν μοναχοί.
Η υπόσχεση εκ μέρους του Νικηφόρου παρέμεινε ατελής, διότι ως στρατηγός εκλήθη να απελευθερώσει την Κρήτη από τους πειρατές, ύστερα όμως εβασίλευσε διά της βίας και εδολοφονήθη, χωρίς να κατορθώσει να φυλάξει την υπόσχεσή του. Δεν έπαυσε όμως να προνοεί της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.
 Ο Όσιος Αθανάσιος, φεύγοντας από τα μέρη της Βιθυνίας, έρχεται στον Άθωνα. Επισκεφθείς τις Καρυές, κέντρο της τότε μοναστικής ζωής, δεν απεκάλυψε ποίος ήτο, αλλά προσποιήθηκε τον αγράμματο και τον αγροίκο. Πολλές φορές ο Γέροντάς του προσπαθούσε να του μάθη το αλφάβητο, για να διαβάζει την ακολουθία του. Αυτός όμως προσποιείτο ότι δεν έχει τέτοια ικανότητα προς μάθηση. Στους γέροντες του Πρωτάτου πού παρακινούσαν τον γέροντα να μάθει τον υποτακτικό του γράμματα, απαντούσε με απλότητα, ότι είναι στενοκέφαλος και δεν μπορεί να μάθει.
Τέλος όμως, απεκαλύφθη ποιός ήτο, από αυτούς που τον γνώριζαν και αναγκάσθηκε να ομολογήσει ότι ήτο ο περιβόητος Αθανάσιος. Εφ’  όσον πλέον έγινε γνωστός και δεν μπορούσε να συνεχίσει στην αφάνεια που τόσο αγαπούσε, ξεκίνησε περιερχόμενος το Άγιο Όρος, αναζητώντας κατάλληλο τόπο. Έφθασε μέχρι τα ανατολικότερα μέρη του Όρους, στα λεγόμενα Μελανά, όπου στην αρχή έμεινε για λίγο διάστημα εις ένα σπήλαιο διά ησυχαστική ζωή. Μετά όμως, επιμόνως παρακινούμενος από τον Νικηφόρο, άρχισε την ανέγερση της Λαύρας. Πριν όμως καλά-καλά τελειώσει η ανοικοδόμηση της Μονής, ήλθε είδηση στον Άγιο, ότι ο Νικηφόρος έγινε αυτοκράτωρ. Με πολλή λύπη τότε ο Άγιος, διότι αυτό σήμαινε την εκ μέρους του Νικηφόρου αθέτηση της υποσχέσεώς του που είχε δώσει στον Θεό να γίνει μοναχός, αλλά και από ταπείνωση, μισοδοξία και αγάπη προς την ησυχία, εγκαταλείπει την Λαύρα, στέλλει στον Νικηφόρο μία ελεγκτική επιστολή και με ένα μαθητή του, τον Αντώνιο, αναχωρεί για την Κύπρο. Ευρισκόμενος όμως στην Κύπρο λαμβάνει πληροφορία από τον Θεό να γυρίσει πίσω, να αποτελειώσει το έργο του. Γυρίζει λοιπόν πάλι πίσω και συνεχίζει το προηγούμενό του έργο. Και οικοδομώντας την Λαύρα ο Άγιος, έγινε στυλοβάτης της Αθωνικής μοναστικής ζωής.
Κατόρθωσε να φέρει τα διάφορα μονήδρια, Σκήτας, και ησυχαστήρια που ήσαν σε μια κατάσταση απομονώσεως, σε κοινωνία μεταξύ τους, αλλά και με τους ιδικούς του μαθητάς, που ευρίσκοντο εντός της Μονής. Έτσι σιγά-σιγά ήρχοντο και υπετάσσοντο εις αυτόν. Έμεναν φυσικά στα ησυχαστήρια τους, αλλά πνευματικά εξηρτώντο από αυτόν. Και τότε πραγματικά προεκάλεσε την μεγάλη αυτή ισορροπία, επάνω στην οποία συνίσταται, εάν θέλωμε να είμεθα ειλικρινείς, η μακροβιότης του Αθωνικού μοναχισμού. Γι’ αυτό και δικαίως πρέπει να ονομάζεται ο αναντικατάστατος, τρόπον τινά, ρυθμιστής, ηγούμενος και κυβερνήτης του Αθωνικού μοναχισμού. Επέτυχε, όπως είπα, το απρόσιτο, το διχασμένο και το μεμονωμένο των Πατέρων μέσα στον Άθωνα, να το ενώσει υπό μίαν γνώμη, να αποδώσει την ελευθερία στην προσωπικότητα, να πείσει τον καθένα ότι μπορεί να γίνει μοναχός τηρώντας κατά δύναμη την Πατερική φιλοσοφία. Και εφήρμοσε πραγματικά το παρεμφερές ρήμα του Παύλου: «ο διακονών εν τη διακονία, ο προϊστάμενος εν σπουδή» και τρόπον τινά, «ο ησυχάζων εν τη νήψει».
Γι’ αυτό για μας τους αγιορείτας μοναχούς, ο Όσιος Αθανάσιος, δεν είναι ένας απλός Άγιος, από τους τόσους πολλούς, αλλά είναι κατ’  εξαίρεση ο πνευματικός Πατήρ πάντων. Στην προσωπικότητά του, στην πατρική του στοργή και πρόνοια, στην πεφωτισμένη του διάνοια, στην διακριτικότητά του, ευρίσκει ο κάθε ένας από μάς, εις όλας τας γενεάς, αυτό που του αναλογεί και μπορεί κάλλιστα και απρόσκοπτα να συνεχίζει την πορεία του με την μακαρία ελπίδα ότι επιτυγχάνει στην μοναστική ζωή.
Δύο πράγματα χαρακτηρίζουν κατ’  εξαίρεση τον μεγάλο αυτό φωστήρα. Το μεν ένα είναι η άκρα φιλοπονία, η συνεχής άρση του σταυρού, την οποία θεωρεί ως το πλέον απαραίτητο στοιχείο, ως την σπονδυλική στήλη της μοναστικής αγωγής. Μέσον ως επί το πλείστον, της ησυχαστικής αγωγής, την οποία συνέχιζε από την αρχή πριν να αναλάβει τις μεγάλες του ευθύνες. Τόσο δε εθέλγετο από την ασκητική διάθεση που πολλάκις παρεπονείτο ότι, χωρίς να είναι ο πόθος του αυτός, εμβήκε σε τόσες κοινωνικές μέριμνες, του μοναστικού φυσικά ιδιώματος. Και επιθυμούσε διακαώς να ευρεθεί πάλι χωρίς μέριμνες, και να συνεχίσει κατά τον πόθο του, κατά μόνας την ησυχαστική ζωή, την οποία πολλές φορές εφήρμοζε στο σπήλαιό του, που ευρίσκεται έξωθεν προς τα νοτιοανατολικά μέρη της Λαύρας, στην λεγομένη Βίγλαν.
Το δεύτερο είναι το στοιχείο της αγάπης, τη κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης. Αν και ευρίσκετο ως προς τον εαυτό του αυστηρότατος ασκητής και φιλοπονώτατος, ως προς τον πλησίον του ήτο πάντοτε φιλόστοργος και πλήρης αγάπης. Και η πολλή του αγάπη και στοργή, πραγματικά συνέδεσε και συνεχίζει να συνδέει τον Αθωνικό μοναχισμό και αυτό πιστεύομε θα συνεχιστεί έως της συντέλειας, από όσα αποδεικνύει η θεία πρόνοια, μέσω της ακοιμήτου πρεσβείας του μεγάλου τούτου φωστήρος. Φυσικά αν επιχειρήσουμε εμείς να τον περιγράψουμε, θα τον μειώσουμε. Αλλά τα ελάχιστα τούτα, σαν ένα χρέος απαραίτητο τα αναφέραμε, για να αφυπνίσουμε ο καθένας τον εαυτό μας και να μιμηθούμε κάτι από τις ποικίλες και πολλαπλές του αρετές. Τόση ήτο η πρόνοιά του στο να στηρίζει το ποίμνιό του ούτως ώστε εκάθητο στο αριστερό μέρος του Αγίου Βήματος και κατά την ώρα της ακολουθίας ακόμη, εδέχετο εκεί προς εξομολόγηση τους αδελφούς, όχι μόνο της μονής του, αλλά και πολλούς άλλους.
Μέσα στο πανελεύθερο πνεύμα της πατρικής του στοργής, για να αναπαύσει όλες τις φυσιογνωμίες και να αυταρκέσει εις όλους τους χαρακτήρες, και στους πλέον αδυνάτους και στους πλέον ισχυρούς, δεν παραμέλησε να χρησιμοποιήσει και την ανθρώπινη γνώση, μέσα στην εφευρετικότητα, στο να μεταβάλει και να κάνει ανετότερη τη ζωή, ούτως ώστε και οι ασθενέστεροι και αδύνατοι στο χαρακτήρα να καυχώνται για την μοναστική τους ιδιότητα, και να μην αποθαρρύνονται. Εδημιούργησε, μέσα στην ευρύτητα της πατρικής του προνοίας, ένα πρόγραμμα, που τότε όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά και κατά τα έθιμα του απομονωμένου τρόπου της μοναστικής ζωής στον Άθωνα, εθεωρείτο ως κατακριτέο. Κατασκεύασε λιμάνια, δρόμους, αποθήκες, αμπελώνες, κήπους και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να προκαλέσει μέσα στα επιτρεπτά μέσα, την στοιχειώδη άνεση εις όλους τους ανθρώπους, που μπορούσαν και ήθελαν να γίνουν μοναχοί. Αλλά τούτο δημιούργησε παρεξηγήσεις και όπως αναφέρεται στον βίο του, θεωρήθηκε ως «εισάγων καινά δαιμόνια»· εν συνεχεία συκοφαντήθηκε και κινήθηκε εναντίον του η διοικητική αρχή του Αγίου Όρους. Επρόκειτο δε να τον δικάσουν, διότι δήθεν παραβίασε τα προγράμματα και τον τύπο της ησυχίας των Πατέρων. Τότε ακριβώς επενέβη προσωπικά η Δέσποινά μας Θεοτόκος και αυτούς μεν καθησύχασε, αυτόν δε ενεθάρρυνε να συνέχιση και να μην ολιγοψυχήσει και εγκαταλείψει το έργο του. Στις παρουσιαζόμενες μάλιστα δυσχέρειες, όταν οικονομικώς δεν ημπορούσε να φέρει εις πέρας το τεράστιο έργο το οποίο ξεκίνησε, τότε παρίστατο η Δέσποινά μας, και του έδιδε θάρρος. Τόσο δε οι υποσχέσεις Της ήταν ζωντανές, αισθητές και βέβαιες, ώστε κάποτε, όταν δεν υπήρχε πλέον τίποτε μέσα στην αποθήκη και μέσα στο οικονομείο, παρουσιάσθηκε μόνη Της και είπε ότι, «εγώ θα είμαι η Οικονόμος της Μονής πλέον, για να μην έχετε μέριμνα». Και πράγματι, πολλές φορές έδωσε την ευλογία Της και γέμισαν πάλι οι αποθήκες τρόφιμα, σε μια δυσχέρεια όπου οι πολλοί εργάτες και το πλήθος και οι μοναχοί δεν μπορούσαν να αυταρκέσουν. Και έκτοτε η Αγιωτάτη αυτή Μονή δεν έχει ποτέ οικονόμο, όπως είναι το σύστημα των Μονών, αλλά παραοικονόμο. Και μία των εικόνων της, η οποία ευρίσκετο τότε στο οικονομείο και έδειξε το θαύμα, η λεγομένη Οικονόμισσα, υπάρχει ακόμα εκεί και μπροστά εις αυτήν την εικόνα και θαύματα πολλά έχουν γίνει και με ιδιαιτέρα ευλάβεια οι μοναχοί απευθύνουν τις ευχαριστίες τους· πολλές φορές φάνηκε να ευλογεί και να πληθύνει τα υποστατικά και τις διάφορες ύλες και ανάγκες της Μονής.
Αυτά είναι, εν ολίγοις, που σας ενθύμισα και τα οποία γνωρίζετε και σεις. Περισσότερο όμως τώρα να στρέψετε την προσοχή σας και τον σεβασμό σας σε τούτο, ότι δηλαδή, αν και υπάρχουν εδώ τυπικά και διάφοροι ευλαβείς γέροντες, μυστηριωδώς για όλους μας και για ένα έκαστον, ο μέγας Γέρων και προστάτης και ηγούμενος και πνευματικός πατήρ, είναι ο οσιώτατος πατήρ ημών Αθανάσιος, ο οποίος είναι ο συνεχιστής, προνοητής του τόπου τούτου, για να μην ειπούμε και όλου του ανατολικού μοναχισμού.
Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις και της Πανάχραντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
(Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, εκδ. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, σ. 93-99).

--------------------------------------------------------------------------------
12 Ἰουλίου – Μνήμη τοῦ ὁσίου Μιχαήλ τοῦ Μαλεΐνου.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Μιχαὴλ τοῦ Μαλεΐνου, ὃς ἐχρημάτισε Πατὴρ πνευματικὸς τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ
Καταγόταν ἀπό ἀρχοντική οἰκογένεια, ἀλλ᾿ ἐγκατέλειψε τά ἐγκόσμια καί ἀσκήτεψε στά βουνά τῆς Βιθυνίας, φέρνοντας κοντά στό Θεό πλῆθος λογικῶν προβάτων.Ὑπῆρξε πνευματι κός πατέρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου.
Ο Όσιος Μιχαήλ ο Μαλείνος έζησε στα χρόνια των βασιλέων Κωνσταντίνου Ζ” και μέχρι των χρόνων του Βασιλείου Β” του Βουλγαροκτόνου. Γεννήθηκε στην Καππαδοκία από γονείς ευσεβείς και πλούσιους, τον Ευδόκιμο και την Αναστασώ. Ο παππούς του από τον πατέρα του, Ευστάθιος, κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Ο δε παππούς του από τη μητέρα του Αδράλεστος, είχε το αξίωμα του Στρατηλάτη της Ανατολής.
Ο Μανουήλ – αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομα του – ανατράφηκε μέσα στ” ανάκτορα, αλλά γρήγορα κατάλαβε την ματαιότητα των εγκόσμιων τιμών και αγαθών και γι αυτό κατέφυγε στο όρος του Κύμινα. Εκεί βρήκε κάποιο μοναχό γέροντα μεγάλης αρετής, τον Ιωάννη, που τον παρεκάλεσε να μείνει κοντά. Ο γέροντας με επιφύλαξη τον δέχτηκε, αλλά μετά από λίγο ο πατέρας του, εντόπισε που βρίσκεται και με διάφορες παρακλήσεις τον έφερε στο σπίτι.
Αλλά μετά από λίγους μήνες και με την άδεια αυτή τη φορά των γονέων του, επέστρεψε στον γέροντα του, που τον δέχτηκε με χαρά μεγάλη. Μετά τρία έτη δοκιμασίας, ο Μανουήλ έγινε μοναχός με το όνομα Μιχαήλ.
Αργότερα, όταν πέθανε ο γέροντάς του Ιωάννης, ο Μιχαήλ, με τη μεγάλη πατρική κληρονομιά που απόκτησε υπήρξε μεγάλος δωρητής των φτωχών και των πασχόντων. Επίσης ίδρυσε την περίφημη μεγάλη Λαύρα του Κύμινα, όπου σχηματίστηκε πολυάριθμη αδελφότητα, την οποία ο Μιχαήλ οργάνωσε κοινοβιακά και την συνέδεσε με αδελφική αγάπη. Απ” αυτή τη Μονή πέρασαν πολλές εκλεκτές ψυχές, μεταξύ των οποίων και ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης ιδρυτής της μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Η μονή του Κύμινα διακρίθηκε για τους καλλιγράφους της και αντιγραφείς Ιερών βιβλίων.
Σε ηλικία προχωρημένη, αλλά ακμαίος στην πίστη και το πνεύμα, ο Μιχαήλ παρέδωσε ειρηνικά την αγία του ψυχή στον Θεό.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Μιχαὴλ Μαλεΐνου
Ἦχος πλ.α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
    Τὴν τοῦ κόσμου ἡδύτητα ἀπειπάμενος εἰς ὁδὸν σωτηρίας πόθῳ προσέδραμες βίον ἰσάγγελον βιώσας ἄριστα. Ὅθεν ἀλείπτης μοναστῶν καὶ κυβερνήτης τῶν ψυχῶν πανάριστος ἀνεδείχθης Μιχαὴλ ἀοίδιμε Πάτερ, ἡμᾶς λιταῖς σου καὶ νῦν περίσωζε.
/*/


Ο Άγ. Μιχαήλ Μαλεΐνος(12 Ιουλίου)

Ο μοναχισμός είναι η μεγάλη δόξα της Εκκλησίας. Όλοι οι μεγάλοι Πατέρες ήσαν μοναχοί και τα μοναστήρια ήσαν και είναι τα μεγάλα πνευματικά κέντρα της Εκκλησίας. Και σήμερα, όπου υπάρχουν μοναστήρια καλά οργανωμένα, αποτελούν μια ζωντανή παρουσία της εκκλησιαστικής παράδοσης. Και υπάρχουν πολλά τέτοια μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα· στη Μακεδονία και στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο και στην Πελοπόννησο και στα νησιά. Δεν λέμε για το Άγιον Όρος, που είναι η μεγάλη μοναστική πολιτεία της Ορθοδοξίας, στην οποία ζει και διαιωνίζει όλη η Βυζαντινή ορθόδοξη παράδοση. Χαρά σ’ εκείνους που μπορούν από καιρό σε καιρό να πηγαίνουν για προσκύνημα στο Άγιον Όρος.

Τί πρόσφερε ο μοναχισμός στην Εκκλησία και γενικότερα στον πολιτισμό, αν βέβαια αυτό που λέμε πολιτισμό είναι τάχα κάτι περισσότερο από την Εκκλησία, αυτό δεν θα μας απασχολήσει τώρα. Αρκεί να πούμε ότι οι θησαυροί της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας σώθηκαν με την εργασία και τον κόπο αφανών αντιγραφέων και καλλιγράφων στα σκριπτόρια των μοναστηριών. Σκριπτόρια, τότε που δεν ήταν ακόμα γνωστή η τυπογραφία, ήσαν τα αντιγραφικά εργαστήρια των μεγάλων μοναστηριών. Εκεί υπομονετικοί αντιγραφείς και καλλιγράφοι μοναχοί έδωσαν ολόκληρη τη ζωή τους και μας άφησαν πολύτιμους και μοναδικούς κώδικες.

Ένα τέτοιο μοναστήρι, με σπουδαίο σκριπτόριο και μεγάλη πνευματική ακτινοβολία στη Βυζαντινή εποχή, υπήρξε το μοναστήρι του Κύμινα στον Πόντο. Κι ένας μεγάλος μοναχός της εποχής εκείνης είναι ο άγιος Μιχαήλ ο Μαλεΐνος, του οποίου η Εκκλησία σήμερα γιορτάζει και τιμά την ιερή μνήμη. Οι γονείς του Μανουήλ, αυτό ήταν πρώτα το όνομά του, ήσαν από την Καππαδοκία, άνθρωποι πλούσιοι, ευγενείς και προ πάντων θεοσεβείς. Ο πατέρας του λεγόταν Ευδόκιμος και η μητέρα του Αναστασώ. Ο Μανουήλ ανατράφηκε μέσα στην αριστοκρατική κοινωνία της Κωνσταντινούπολης και σχεδόν μέσα στα βασιλικά ανάκτορα, και ήταν ένας νέος με καλές σπουδές και λαμπρό μέλλον.

Αλλά όταν ήλθε σε κάποια ηλικία, ο Μανουήλ, κρυφά από τους γονείς του, έφυγε στο όρος του Κυμινά, βρήκε εκεί ένα γέροντα ασκητή, Ιωάννη τον έλεγαν, κι έβαλε τον εαυτό του υπό την πνευματική καθοδήγησή του. Οι γονείς του, όταν έμαθαν το καταφύγιο του, πήγαν και τον πήραν, μα εκείνος τόσο ποθούσε το μοναχικό βίο, που κατόρθωσε να τούς πείσει να τον αφήσουν. Ξαναγύρισε λοιπόν στο βουνό κι αφού δοκιμάστηκε τρία χρόνια, ύστερα έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Μιχαήλ. Όταν πέθανε ο πατέρας του, πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να παρηγορήσει τη μητέρα του, που κι εκείνη έγινε μοναχή, πήρε το μερίδιο της κληρονομιάς του και ξαναγύρισε στο όρος του Κυμινά.

Με τα χρήματα της πατρικής κληρονομιάς και μετά το θάνατο του γέροντά του Ιωάννη, ο Μιχαήλ ίδρυσε το περίφημο μοναστήρι του Κυμινά, που έγινε από τα μεγαλύτερα και πιο περίφημα του Πόντου μια πολυάριθμη κοινοβιακή αδελφότητα κι ένα πρότυπο κέντρο πνευματικής άσκησης και μελέτης. Εκεί άρχισαν να καταφεύγουν πολλοί νέοι της κοινωνικής αριστοκρατίας της πρωτεύουσας και να γίνονται μοναχοί, και πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι της Κωνσταντινούπολης επισκέπτονταν τον Μιχαήλ για να τον συμβουλευθούν. Ο Νικηφόρος Φωκάς πολλές φορές συμμετείχε στις αγρυπνίες με τους μοναχούς. Εκεί του γεννήθηκε η επιθυμία να γίνει μοναχός, μα δεν πρόφτασε, γιατί ως αυτοκράτορας ύστερα δολοφονήθηκε.

Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, είναι από τα πνευματικά παιδιά του αγίου Μιχαήλ του Μαλεΐνου. Στο μοναστήρι του Κυμινά ασκήθηκε ο άγιος Αθανάσιος κι από εκεί ξεκίνησε κι ήλθε στον Άθω, για να ιδρύσει τη μονή της Λαύρας και την κοινοβιακή πολιτεία του Αγίου Όρους. Ο κόσμος χάνεται μέσα στις δραστηριότητές του και οι άνθρωποι αυτοθαυμάζονται για τα κατορθώματά τους, αλλά κανένας δεν ξέρει πόσο μεγάλο και ιερό είναι το έργο των ανθρώπων εκείνων, που άφησαν και πλούτο και αξιώματα και δόξα κι έδωσαν τον εαυτό τους για να υπηρετήσουν την Εκκλησία και να φτιάξουν ανθρώπους. Αμήν.


----------------------------------------------------------------------------------
αφορμή για την ανάρτηση : 




Αρχονταρίκι της Παναγίας χαράς των θλιβομένων




Τροπάριο :  Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικουμένων προστάτις, και πενομένων τροφή, ξένων Τέ παράκλησις, και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων, σκέπη και αντίληψις, και ορφανών βοηθός, Μητερ του Θεού του ύψίστου, συ Υπάρχεις Αχραντε σπευσον, δυσωπούμεν ρύσασθαι τους δούλους σου.  (ήχος πλ. δ' ).

εις μνήμην +Μοναχής Ταξιαρχίας  (κατά κόσμον Βασιλικής Α. Ρίμπα - Παλαιοχώρι Χαλκιδικής).-





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου