"Ω Κρίτων, έφη, τω Ασκληπιώ ωφείλομεν αλεκτρυόνα. αλλά απόδοτε και μή αμελήσητε" Σωκράτης, 469-399 π.Χ.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Ακάθιστος Ύμνος 626 μ.Χ.

Η πολιορκία της Πόλης από τους Αβάρους 
7 Αυγούστου 626 μ.Χ.

Dosya:Siege-constantinople626.jpg


Στις αρχές Ιουνίου 626 εμφανίσθηκαν πρώτα μπροστά στη Χαλκηδόνα, στις μικρασιατικές ακτές του Βοσπόρου, τα στρατεύματα του Πέρση στρατηγού Σαρβαραζά (Shahrbaraz). Αναμένοντας την άφιξη του χαγάνου, ο Σαρβαραζάς πυρπόλησε τα προάστια της Χαλκηδόνος, εκκλησίες και πολυτελείς επαύλεις.


Την Κυριακή, 29 Ιουνίου 626, η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων, η οποία αριθμούσε περί τους 30.000 άνδρες, κατέφτασε στρατοπεδεύοντας στην περιοχή Μελαντιάδα, δίπλα στη θάλασσα του Μαρμαρά. Ο υπόλοιπος όγκος της ορδής (περίπου 80.000) αφίχθη στις 29 Ιουλίου. Ο Άβαρος χαγάνος διέταξε το στρατό του να παρελάσει πλήρως εξοπλισμένος μπροστά από τα τείχη της Πόλης, με σκοπό να εντυπωσιάσει τους Βυζαντινούς και να ρίξει το ηθικό τους.
         
Την ίδια ημέρα ο βυζαντινός στρατός εγκατέλειψε τα περίχωρα και αποσύρθηκε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Στην πόλη επικράτησε μεγάλη ταραχή και σημειώθηκαν αντιδράσεις πανικού. Οι Βυζαντινοί έστειλαν απεσταλμένους στον χαγάνο για να διερευνήσουν τις προθέσεις του και τις απαιτήσεις του, μέσα στα πλαίσια της διπλωματικής πολιτικής. Στο μεταξύ, ο μάγιστρος Βώνος, ο οποίος είχε επιφορτιστεί τη μέριμνα της πρωτεύουσας από κοινού με τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Σέργιο, με εντολή του αυτοκράτορα Ηρακλείου, άρχισε εσπευσμένες προσπάθειες για την άμυνα της πόλης, ενώ ο Σέργιος προσπαθούσε να καθησυχάσει και να ενθαρρύνει τους πολίτες. Έγκαιρα ενημερωμένος για τις προθέσεις των Αβάρων, ο Ηράκλειος από τη μακρινή Λαζική, όπου είχε στρατοπεδεύσει με τον στρατό του, απέστειλε μία δύναμη στρατιωτών για να ενισχύσει τη φρουρά της πόλης και έδωσε εντολή για την οργάνωση της άμυνας.
Αβαροι από την ανατολική συνοικία των Συκεών και Πέρσες στη Χρυσούπολη, στη μικρασιατική πλευρά του Βοσπόρου, από κοινού συνεννοούμενοι με σήματα καπνού προέβαιναν σε φωτιές και λεηλασίες, σφίγγοντας τον κλοιό της πολιορκίας. Οι Άβαροι μάλιστα εντόπισαν και κατέστρεψαν το υδραγωγείο  το οποίο προμήθευε με νερό την πόλη. Η ανησυχία κι οι φόβοι στην πρωτεύουσα αυξήθηκαν.



Περιμένοντας τη σύγκρουση, ο μάγιστρος Βώνος επιθεώρησε τους στρατιώτες στα τείχη και έδωσε τις τελευταίες εντολές. Ο πατριάρχης Σέργιος οργάνωσε λιτανεία  έχοντας επικεφαλής την εικόνα της Παναγιάς της Οδηγήτριας, για την εμψύχωση των υπερασπιστών της πόλης. Οι  Αβάροι προώθησαν τις πολιορκητικές μηχανές τους, προέβησαν στις τελευταίες προετοιμασίες και άρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη.Είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στην πολιορκία πόλεων, λόγω των στενών επαφών που είχαν με τους αριστοτέχνες του είδους, τους Κινέζους.
Τα ξημερώματα της 31ης Ιουλίου άρχισε η επίθεση των Αβάρων, την οποία περιγράφει ως αυτόπτης μάρτυρας ο ποιητής Θεόδωρος Σύγκελος σημειώνοντας ότι οι Άβαροι επιτέθηκαν στα τείχη της Πόλης ως βροντές, αστραπές και χαλαζίας. Στην πρώτη γραμμή είχαν τοποθετηθεί οι ελαφρώς οπλισμένοι Σλάβοι και στη δεύτερη το θωρακισμένο πεζικό των Αβάρων. Ήδη από την πρώτη ημέρα οι επιτιθέμενοι υπέστησαν σοβαρές απώλειες. Το γεγονός αυτό αναπτέρωσε το ηθικό των υπερασπιστών που πίστευαν ότι τους βοηθούσε η προστάτιδα της Πόλης, η Θεοτόκος.Την επομένη, την 1η Αυγούστου, οι επιτιθέμενοι συνέχισαν την έφοδο με τη βοήθεια πολιορκητικών μηχανών: προώθησαν στα τείχη δώδεκα ψηλούς ξύλινους πολιορκητικούς πύργους καλυμμένους με δέρματα υψηλούς σχεδόν όσο ήταν τα τείχη. Όμως οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να πυρπολήσουν ορισμένους, αναγκάζοντας τους Αβάρους να αποσύρουν τους υπόλοιπους.

Η αποτυχία της πρώτης επίθεσης δεν πτόησε το χαγάνο, που αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Έστειλε διπλωματική αντιπροσωπεία ζητώντας την παράδοση της Πόλης εκβιάζοντας και υπενθυμίζοντας ότι είναι αποκλεισμένη από την Ευρώπη και την Ασία.
Ο Σέργιος και ο Βώνος ήθελαν να κερδίσουν χρόνο. Παράλληλα η οργάνωση της άμυνας και η εμψύχωση του στρατού και του λαού ήταν συνεχής. Λιτανείες και μετάνοιες λάμβαναν χώρα στις εκκλησίες της Πόλης, ενώ οι εικόνες της Θεοτόκου ήταν στερεωμένες σε κάθε πύλη, για να τις βλέπουν και να εμψυχώνονται οι υπερασπιστές. Ο πατριάρχης ηγήθηκε πομπής γύρω από τα τείχη, φέροντας την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτρας, ενώ ο λαός ακολουθούσε με βαθιά κατάνυξη. Ιστορίες διαδίδονταν από στόμα σε στόμα ότι η μορφή της Παναγιάς είχε θεαθεί στις επάλξεις, για να προστατεύσει την ιερή της Πόλη.
Στο μεταξύ, βρισκόταν σε εξέλιξη μία νέα διπλωματική προσπάθεια εκ μέρους των Βυζαντινών. Ο χαγάνος προειδοποίησε τη βυζαντινή πρεσβεία ότι, εάν η πόλη δεν τού παραδοθεί, θα καταστρέψει ό,τι βρεθεί στο δρόμο του και απείλησε ότι θα μεταφέρει τα περσικά στρατεύματα στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου.Μάλιστα, παρουσίασε στους Βυζαντινούς τους Πέρσες απεσταλμένους που είχε στείλει ο Σαρβαραζάς. Οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ότι ο στρατός τους είχε πετύχει μεγάλες νίκες στην Ανατολή σε βάρος του στρατού των Βυζαντινών. Ένταση και διαπληκτισμοί επικράτησαν μέσα στη σκηνή του χαγάνου. Είναι φανερό ότι  η από κοινού παρουσία και σύμπνοια Αβάρων και Περσών είχε σκοπό να πανικοβάλλει τους Βυζαντινούς και να κάμψει την οποιαδήποτε ιδέα για αντισταση.
Οι Βυζαντινοί απέρριψαν το τελεσίγραφο του Αβάρου αρχηγού προσφέροντας ως αντάλλαγμα φόρο υποτέλειας και πλούσια δώρα και εγκατέλειψαν τις διαπραγματεύσεις. Την ίδια νύχτα κατόρθωσαν να αιχμαλωτίσουν τους Πέρσες απεσταλμένους, οι οποίοι προσπαθούσαν να επιστρέψουν στη Χαλκηδόνα. Ο ένας εκτελέσθηκε επιτόπου και οι άλλοι δύο οδηγήθηκαν στην πόλη. Το πρωί της επομένης, 3 Αυγούστου, τους ανέβασαν στα τείχη και τους επέδειξαν στους πολιορκητές. Στον έναν από τους δύο έκοψαν τα χέρια και μετά τον έστειλαν πίσω στους Αβάρους, μαζί με το κεφάλι του απεσταλμένου τον οποίο είχαν σκοτώσει την προηγουμένη, ενώ τον δεύτερο τον οδήγησαν με πλοίο μπροστά στη Χαλκηδόνα, τον επέδειξαν στους Πέρσες και στη συνέχεια τον αποκεφάλισαν και πέταξαν το κεφάλι του στην ακτή.
Την επόμενη στις 3 Αυγούστου ο  χαγάνος διέταξε τους Σλάβους να καθελκύσουν τα μονόξυλα τους για να μεταφέρουν 3000 Πέρσες στην ευρωπαϊκή ακτή. Η έλλειψη πολεμικής εμπειρίας  στη θάλασσα ήταν το  αδύνατο σημείο των Αβάρων. Ο βυζαντινός στόλος τους έκλεισε το δρόμο, ακολούθησε σύντομη ναυμαχία, που έληξε  συντριβή των Σλάβων και των Σασσανιδών. Η νίκη του ανώτερου βυζαντινού στόλου ήταν απόλυτη.

Η αποτυχία ήταν βέβαιο ότι θα εξωθούσε τον Άβαρο Χαγάνο σε βιαστική επιθετική κίνηση που ξεκίνησε το πρωί της 6ης Αυγούστου και διήρκησε μέχρι τη νύχτα της 7ης Αυγούστου. Οι Αβαροι επιτέθηκαν στα χερσαία τείχη, ενώ οι Σλάβοι με τον εναπομείναντα στόλο τους από την θάλασσα, προσπαθoύσαν να ανοίξουν δίοδο και να εισέλθουν στον Κεράτιο.
Και οι δυο επιθέσεις σε στεριά και θάλασσα αποκρούστηκαν  με πείσμα και αποφασιστικότητα από τους Βυζαντινούς. Επί πολλές μέρες μετά, έπλεαν στην θάλασσα κουφάρια Σλάβων πολεμιστών και ξύλινα απομεινάρια πλοίων. Οι ιστορικοί εκείνης της εποχής περιέχουν διηγήσεις στρατιωτών ότι είδαν την Θεοτόκο να στέκεται δίπλα τους και να τους ενισχύει στον αγώνα τους.

Ο χαγάνος, ο οποίος παρακολουθούσε από τον κοντινό λόφο την εξέλιξη της μάχης, πήγε με τα πόδια στη σκηνή του και μέσα στην απόγνωσή και την οργή του άρχισε να χτυπάει το στήθος και το κεφάλι του. Οι Σλάβοι, φοβούμενοι αντίποινα εκ μέρους των Αβάρων, εγκατέλειψαν τις θέσεις μάχης τους και άρχισαν να διαφεύγουν στα γύρω μέρη. Το ιππικό των Αβάρων ρίχθηκε να τους βρει και ξαφνικά ο χώρος μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης έμεινε έρημος. Οι Πέρσες από τη μεριά τους υποχώρησαν και αυτοί διότι είχαν διαδοθεί φήμες ότι ο Θεόδωρος, αδερφός του Ηράκλειου, έφτανε επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης αλλά και ότι Τούρκοι είχαν εισβάλλει στις περσικές επαρχίες του Καυκάσου. Ο Θεόδωρος πράγματι, λίγο αργότερα έφτασε, προσπαθώντας να δισφαλίσει τη θετική εξέλιξη και να ελέγξει την κατάσταση στα βαλκανικά σύνορα της αυτοκρατορίας.

Το πρωί της 8ης Αυγούστου 626 μπροστά από τα τείχη της πρωτεύουσας δεν υπήρχε ούτε ένας στρατιώτης των Αβάρων. Στην Κωνσταντινούπολη επικράτησε ανακούφιση και οι πολίτες επιδόθηκαν σε πανηγυρισμούς.  Ακόμα κι αν οι επιχειρήσεις του Ηράκλειου δεν ήταν επιτυχείς, είχε τουλάχιστον  επιτευχθεί η σωτηρία της Πόλης. Τα τείχη της είχαν αντέξει, η υπεροπλία στη θάλασσα είχε επιβεβαιωθεί, η διπλωματική τακτική ήταν η ενδεδειγμένη και η ισχυρή άμυνα αποδείχτηκε σωτήρια. Οι Αβάροι ποτέ δεν ανέκτησαν πραγματικά τη δύναμή τους μετά από αυτήν την αποτυχία και ο έλεγχός τους πάνω στα ποικίλα φύλα από έναν ευρύτατο χώρο – από την Κεντρική Ευρώπη έως τον Καύκασο – αποδυναμώθηκε σημαντικά.



Μια μεγαλοπρεπής και κατανυκτική Θεία Λειτουργία τελέστηκε στην Παναγία των Βλαχερνών, όπου πρωτοστάτησε ο πατριάρχης Σέργιος. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλε τον λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο» στην Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».

Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.




Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Άρα, μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε έτους. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην»,  προς τιμή της Παναγιάς  αποδίδοντας της τον χαρακτηρισμό «Υπέρμαχος Στρατηγός». 



Photo

Ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν

Ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν ὑπῆρξε τὸ πιὸ γνωστὸ καὶ τὸ πιὸ φημισμένο ἱερὸ τῆς Παναγίας στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ διαρκῆ ἀκτινοβολία σ᾽ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο.
Τὰ κυριότερα στοιχεῖα τῆς ἱστορίας του καὶ τῶν περιπετειῶν του στὴ βυζαντινὴ περίοδο εἶναι: Τὸ ναὸ ἔχτισε ἡ αὐτοκράτειρα Πουλχερία μεταξὺ τῶν ἐτῶν 450-453, ἔτος τοῦ θανάτου της καὶ μαζὶ μὲ τὸν Μαρκιανὸ (450-457) τὴ διακόσμησαν. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπὶ Λέοντος Α´ (457-474) ὁ ναὸς ὁλοκληρώθηκε καὶ ἀπέκτησε λάμψη, ἰδιαίτερα μὲ τὴ δημιουργία τοῦ «ἁγίου λούσματος» καὶ τοῦ ἁγιάσματος. Τότε χτίστηκε καὶ τὸ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας σοροῦ γιὰ νὰ δεχτῇ τὸ ὠμοφόριο καὶ τὴν Τιμία Ἐσθῆτα τῆς Θεοτόκου, ποὺ μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη τὸ 473. Τότε παραχωρήθηκαν στὸ ναὸ σημαντικὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα, κυρίως κτήματα. Ὁ Προκόπιος σημειώνει ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ θείου του Ἰουστίνου Α´(518-527) τροποποίησε καὶ τελειοποίησε τὸ ἀρχικὸ οἰκοδόμημα. Στὴν περιγραφὴ ποὺ δίνει ἀφήνει τὴν ἐντύπωση πὼς στὸν τύπο τῆς βασιλικῆς ὑψώθηκε τροῦλλος, στηριγμένος σὲ ἡμικύκλιο ποὺ σχημάτιζαν οἱ κίονες. Ἡ ἀνακαίνιση αὐτή, ἐπὶ Ἰουστίνου Α´, περιλαμβάνεται καὶ σὲ δύο ἐπιγράμματα τῆς Παλατινῆς Ἀνθολογίας.
Πολλοὶ αὐτοκράτορες, κατὰ καιρούς, ἀπὸ προσωπικὸ ἐνδιαφέρον βοήθησαν στὴν ἀναδιοργάνωση τῶν Βλαχερνῶν μὲ διάφορες, δωρεές. Τὸ μέγεθος τῶν λειτουργικῶν ἀναγκῶν τοῦ ναοῦ ἀποκαλύπτεται ἀπὸ Νεαρὰ τοῦ Ἡρακλείου, ἡ ὁποία ὁρίζει τὸ ἱερατεῖο καὶ τὸ προσωπικὸ ὡς ἐξῆς: 12 πρεσβύτεροι, 18 διάκονοι, 6 διακόνισσαι, 8 ὑποδιάκονοι, 20 ἀναγνῶστες, 4 ψάλτες καὶ 6 θυρωροί, συνολικὰ 74 ἄνθρωποι στὴν ὑπηρεσία τοῦ μεγάλου θρησκευτικοῦ κέντρου λατρείας τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Ὁ Ἰουστίνος ὁ Β´ (565-578) εἶχε προσθέσει δύο ἁψίδες, ἐνισχύοντας τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ, ἐνῶ σὲ κάποια νεώτερη φάση ὁ Ρωμανὸς Γ´ Ἀργυρὸς (1028-1034) διακόσμησε μὲ χρυσὸ καὶ ἀσήμι τὰ ἐσωράχια τῶν τοξοστοιχιῶν.
Θὰ πρέπει νὰ τονισθῇ ὁ ρόλος ποὺ διεδραμάτισε ἡ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν στὴ διάρκεια τῆς Εἰκονομαχίας καὶ προπαντὸς ἐπὶ Κωνσταντίνου Ε´. Ἐπειδὴ ἦταν τὸ λατρευτικὸ κέντρο τῶν Ὀρθοδόξων, παράλληλο μὲ τὴν Ἁγία Σοφία (π.χ. κάθε παρασκευὴ γινόταν ὁλονύχτιες ἀγρυπνίες τῶν πιστῶν ἀφιερωμένες στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας) τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα καταστράφηκε. Ὅπως μας πληροφορεῖ σύγχρονη σχεδὸν πηγὴ «ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Στεφάνου τοῦ Νέου», ποὺ γράφτηκε τὸ 808, οἱ εἰκονομάχοι ἀντικατέστησαν τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας καὶ τῶν ἁγίων μὲ παραστάσεις δέντρων, πτηνῶν καὶ θηρίων: «Τοῦ δὲ τυράννου τὸν σεβάσμιον ναὸν τῆς Παναχράντου Θεοτόκου τὸν ἐν Βλαχέρναις κατορύξαντες, τὸν πρὶν κεκοσμημένον τοῖς διατοίχοις ὄντα ἀπὸ τὲ τῆς πρὸς ἡμᾶς τοῦ Θεοῦ συγκαταβάσεως, ἕως θαυμάτων παντοίων καὶ μέχρι τῆς αὐτοῦ Ἀναλήψεως καὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθόδου διὰ εἰκονικῆς ἀναζωγραφήσεως καὶ οὕτως τὰ τοῦ Χριστοῦ ἅπαντα μυστικὰ ἐξάραντος, ὀπωροφυλάκιον καὶ ὀρνεοσκοπεῖον τὴν ἐκκλησίαν ἐποίησε. Δένδρα καὶ ὄρνεα παντοῖα, θηρία τε καὶ ἄλλα τινα ἐγκύκλια διὰ κισσοψύλων, γερανῶν τε καὶ κορωνῶν καὶ ταώνων ταύτην περιμουσώσας, ἵν᾽ εἴπω ἀληθῶς ἄκοσμον ἔδειξεν».
Τότε ἐξαφανίστηκε καὶ ἡ ξύλινη, ἀργυρόχρυση καὶ ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ξαναβρέθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1030 κρυμμένη στὸν τοῖχο κατὰ τὶς ἐργασίες ἀνακαίνισης ποὺ ἔγιναν ἐπὶ Ρωμανοὺ Γ´ Ἀργυροῦ.
Εἶχε ἤδη δημιουργηθεῖ ὁ τύπος τῆς Παναγίας τῆς Βλαχερνίτισσας, ποὺ διαδόθηκε μὲ ἀντίγραφα σὲ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ κόσμο. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ὁλόσωμη, μετωπική, μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια. Στὸ στῆθος, σὲ μετάλλιο, παριστάνεται ὁ Χριστὸς εὐλογῶντας. Μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Βλαχερνίτισσας συνδέεται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ πέπλου ποὺ ἀνασηκωνόταν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου ἀνάλογα μὲ τὴν περίπτωση, ὅπως μαρτυρεῖ ἡ Ἄννα ἡ Κομνηνή.
Μερικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα ἀκόμη εἶναι σημαντικά. Τὸ 1070 ἡ ἐκκλησία καταστράφηκε ἀπὸ πυρκαϊά, ἀλλὰ μὲ τὴ συνδρομὴ τῶν αὐτοκρατόρων Ρωμανοῦ Δ´ Διογένη (1067-1071) καὶ Μιχαὴλ Ζ´ τοῦ Δούκα (1071-1078) ξαναχτίστηκε. Ὁλόκληρο τὸ κτιριακὸ συγκρότημα κάηκε τελικὰ τὸ 1434, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν Ἅλωση «ὑπὸ τινων ἀρχοντοπούλων θελόντων πιάσαι τινάς νεοσσοὺς περιστερῶν» (Γ. Φραντζῆς), οἱ ὁποῖοι ἀνέβηκαν στὴ στέγη καὶ προκάλεσαν χωρὶς νὰ τὸ θέλουν τὴν πυρκαϊά.
Τὸ γνωστότερο καὶ σπουδαιότερο γεγονὸς εἶναι ἡ σωτηρία τῆς Πόλης κατὰ τὸ 626 ὅταν πολιορκήθηκε ἀπὸ τὰ στρατεύματα τῶν Ἀβάρων. Ἡ εἰκόνα τῆς Βλαχερνίτισσας λιτανεύτηκε στὶς ἐπάλξεις ἀπὸ τὸ γιὸ τοῦ ἀπουσιάζοντος Ἡρακλείου, τὸν πατριάρχη Σέργιο (610-638) καὶ τὸ λαό. Ἡ πολιορκία λύθηκε, ἡ Πόλη σώθηκε καὶ ἡ σωτηρία ἀποδόθηκε στὴν Παναγία. Σύσσωμος ὁ λαὸς ὁδηγήθηκε μὲ τὴν εἰκόνα στὸν ἱστορικὸ ναὸ ὅπου ἀγρύπνησε ψάλλοντας τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο.
Τὸ 843, μὲ τὴ λήξη τῆς Εἰκονομαχίας, ἀπὸ τὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν ξεκίνησε ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ καθιερώθηκε γιὰ τὸ θρίαμβο τῶν εἰκόνων. Κατὰ τὴν παράδοση ἐξάλλου τὸ 944 τοποθετήθηκαν στὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ βασιλέα Ἀβγάρου, ποὺ ἔφεραν ἀπὸ τὴν Ἔδεσσα.
Μετὰ τὸ 1204 καταλαμβάνουν τὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν οἱ Λατίνοι μέχρις ὅτου ὁ Ἰωάννης Γ´ Δούκας Βατάτζης (1222-1254) τὸν ἐξαγόρασε ἀπὸ τοὺς Καθολικούς, ὅπως καὶ πολλὰ μοναστήρια τῆς Πόλης. Τὸ 1348 Γενουάτες πειρατὲς μὲ τὶς πολιορκητικές τους μηχανὲς προκάλεσαν ζημιὲς στὸ ἱερό.
Ἀπὸ τὶς μαρτυρίες ποὺ σώθηκαν ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν ἦταν δίπλα στὸν Κεράτιο, ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη. Γιὰ νὰ προστατευθῇ ὁ Ἡράκλειος περιτείχισε τὸ χῶρο. Ὅταν ἀργότερα ἱδρύθηκε τὸ Παλάτι τῶν Βλαχερνῶν, πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ ναὸ στὴ πλαγιὰ τοῦ λόφου, Παλάτι καὶ ναὸς ἐπικοινωνοῦσαν μὲ σκάλα καὶ εἰδικὴ θύρα. Οἱ αὐτοκράτορες συχνὰ παρακολουθοῦσαν τὶς λειτουργίες καὶ ἀνάλογο ἦταν καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους γιὰ τὸ ναὸ τῆς Παναγίας γιὰ τὸν ὁποῖο ἐξεδήλωναν μὲ κάθε τρόπο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν πίστη τους. Εἶναι γνωστὸ πὼς στὶς ἐκστρατεῖες ἔφεραν μαζί τους μία εἰκόνα τῆς Βλαχερνίτισσας. Διασώθηκαν ἐπίσης πολλὲς σφραγίδες μὲ τὴν εἰκόνα της. Ἤδη ἀπὸ τὸν πατριάρχη Τιμόθεο (511-518) καθιερώθηκε ἡ πανήγυρις, ἡ λιτανεία δηλ. ποὺ γινόταν κάθε παρασκευὴ μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στὴν ἐκκλησία τῶν Χαλκοπρατείων. Ὁρισμένες ἑορτὲς εἶχαν ἐπίσημο χαρακτῆρα: τῆς Ὑπαπαντῆς (2 Φεβρουαρίου), τῆς Ὀρθοδοξίας, ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ καὶ ἡ Τρίτη τοῦ Πάσχα, ἡ τοποθέτηση τοῦ πέπλου τῆς Παναγίας (2 Ἰουλίου), τὰ ἐγκαίνια τῆς ἐκκλησίας (31 Ἰουλίου), ἡ ἀνάμνηση τῆς σωτηρίας ἀπὸ τοὺς Ἀβαροπέρσες (7 Αὐγούστου), ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου (15 Αὐγούστου), ἡ ἀνάμνηση τοῦ φοβεροῦ σεισμοῦ τὸ 740 (26 Ὀκτωβρίου).
Τὸ ἱερὸ τῶν Βλαχερνῶν, «ὁ μέγας νεώς» τῶν συγγραφέων τὸ ἀποτελοῦσαν τρία κτίρια: Ἡ κεντρικὴ ἐκκλησία, τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων καὶ τὸ «λοῦσμα».
Ἡ ἐκκλησία εἶχε τὸ σχῆμα τῆς ξυλόστεγης τρίκλιτης βασιλικῆς ὅπως οἱ ἀντίστοιχες Παναγία τῶν Χαλκοπρατείων καὶ ἡ μονὴ Στουδίου. Στὸν ἴδιο τύπο ξαναχτίστηκε, καθὼς φαίνεται, καὶ μετὰ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1070. Στὴν ἐσωτερικὴ ἐπένδυση γινόταν συνδυασμὸς ἔγχρωμης ὀρθομαρμάρωσης, ὡς τὴ μέση τῶν τοίχων, πρασίνου ἴασπι γιὰ τοὺς κίονες, χρυσοῦ καὶ ἀσημιοῦ γιὰ τὴν ἔξοχα τεχνουργημένη ὀροφή. Οἱ τοῖχοι πάνω ἀπὸ τὴν ὀρθομαρμάρωση ἔφεραν διάκοσμο ἀπὸ τοιχογραφίες καὶ ψηφιδωτὰ μὲ θέματα ἀπὸ τὸν Χριστολογικὸ κύκλο. Ὁ ἄμβωνας, ποὺ ἦταν τοποθετημένος στὴ μέση τοῦ κεντρικοῦ κλίτους ἦταν ὅλος ἀπὸ ἀσήμι. Ἐντυπωσιακὸ ἐπίσης ἦταν τὸ Εἰκονοστάσιο. Πληροφορίες γιὰ τὴν θαυμάσια εἰκονογράφηση καὶ τὸν ὑπόλοιπο διάκοσμο τοῦ ναοῦ μᾶς ἄφησε ὁ πρεσβευτὴς Clavijo, ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τὶς Βλαχέρνες τὸ 1402 καὶ σὲ μεταγενέστερο κείμενο ὁ Ἰσίδωρος τοῦ Κιέβου (1385-1463) στὸ «Θρῆνο» του γιὰ τὴν ἐξαφάνιση τοῦ περίλαμπρου ναοῦ.
Τὸ παρεκκλήσιο τῶν λειψάνων ἢ παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας σοροῦ ἦταν κυκλικὸ κτίσμα μὲ νάρθηκα, ποὺ βρισκόταν στὰ νότια τοῦ ἱεροῦ τοῦ ναοῦ. Φιλοξενούσε, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ λείψανα, τὸ ὠμοφόριο τῆς Θεοτόκου, τὸ πέπλο της καὶ τὴν Τιμία Ζώνη. Ρῶσσοι προσκυνητὲς τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰ. περιγράφουν τὰ κειμήλια καὶ ἀναφέρονται στὰ λείψανα πολλῶν ἁγίων (Παταπίου, Ἀθανασίου, Παντολέοντος, Ἀναστασίας).
Τὸ «λοῦσμα» χωριζόταν σὲ τρία μέρη: τὴν ἰματιοθήκη - «τὸ ἀποδυτόν», τὴ δεξαμενὴ - «τὸν κόλυμβον» καὶ τὸν Ἅγιο Φωτεινό. Ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸ παρεκκλήσιο. Τὸ λοῦσμα στεγαζόταν μὲ θόλο καὶ οἱ τοῖχοι ἦταν διακοσμημένοι μὲ εἰκόνες. Σὲ εἰδικὴ κόγχη βρισκόταν ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ δεξαμενή, στὸ νερὸ τῆς ὁποίας κατέβαινε κάθε παρασκευὴ ὁ αὐτοκράτωρ καὶ λουζόταν, βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς αἴθουσας. Ἀπὸ τὶς πηγὲς δίνονται λεπτομερεῖς περιγραφὲς γιὰ τὴν τελετὴ τῆς εἰσόδου στὸ λοῦσμα καὶ τὶς διαδικασίες μέχρι τὴ λήψη τοῦ ἁγιάσματος: «...εἰσέρχονται τέλος εἰς τὸν Ἅγιον Φωτεινόν, εἰς τὸν ἐνδότερον θόλον καὶ ἅπτουσι κηροὺς ἔμπροσθεν τῆς μαρμαρίνου εἰκόνος τῆς Θεοτόκου, ἐκ τῶν χειρῶν τῆς ὁποίας ἐκχύνεται τὸ ἁγίασμα».
Ὕστερα ἀπὸ τὴν πυρκαϊὰ τοῦ 1434 καὶ τὴν Ἅλωση, τὰ πάντα ἐρειπώθηκαν καὶ ἐρημώθηκαν. Ἡ φήμη καὶ ὁ πλοῦτος τοῦ ἱεροῦ ἐξαφανίστηκαν. Ἔμεινε μόνο ὁ χῶρος τοῦ ἁγιάσματος. Ἡ περιοχὴ περιῆλθε σὲ Ὀθωμανοὺς μέχρι τὸ 1867, χρονολογία κατὰ τὴν ὁποία ἀγοράσθηκε ἀπὸ τὴν συντεχνία τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων γουναράδων, οἱ ὁποῖοι ἔχτισαν πάνω ἀπὸ τὸ ἅγιασμα ναΐσκο. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὶς φροντίδες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου προστέθηκαν καὶ ἄλλα προσκτίσματα καὶ ὁ ἀρχαῖος, ἱερός, περιτειχισμένος χῶρος ἀπέκτησε τὴν ὄψη ποὺ ἔχει σήμερα μὲ κεντρικὸ σημεῖο ἀναφορᾶς τὸ ἁγίασμα. Οἱ τέσσερεις τοιχογραφίες τοῦ ζωγράφου Εἰρήναρχου Κόβα, πάνω ἀπὸ τὸ ἁγίασμα (1964), ἀποτελοῦν ἀνάμνηση ἱερῶν συγκινήσεων καὶ μεγάλων στιγμῶν τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησίας.
Μελλοντικὲς ἀνασκαφὲς στὸν εὐρύτερο χῶρο τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν πιθανὸν νὰ ἀποκαλύψουν τὰ ἐρείπια τοῦ μεγάλου βυζαντινοῦ ναοῦ.
Ἀθανάσιος Παλιούρας

Photo









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου